ἀπέχθημα: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπέχθημα:''' ατος τό предмет ненависти Eur.
|elrutext='''ἀπέχθημα:''' ατος τό предмет ненависти Eur.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀπεχθάνομαι]]<br />an [[object]] of [[hate]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέχθημα Medium diacritics: ἀπέχθημα Low diacritics: απέχθημα Capitals: ΑΠΕΧΘΗΜΑ
Transliteration A: apéchthēma Transliteration B: apechthēma Transliteration C: apechthima Beta Code: a)pe/xqhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A object of hate,    ETr.425.

German (Pape)

[Seite 289] τό, Gegenstand des Hasses, Eur. Tr. 425.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέχθημα: -ατος, τό, πᾶν ὅ,τι μισεῖ τις, ἓν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς Εὐρ. Τρῳ. 425.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: ἀπεχθάνομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto de odio κήρυκες, ... ἀ. ... βροτοῖς E.Tr.425.

Greek Monolingual

ἀπέχθημα, το (Α)
αντικείμενο μίσους ή αποστροφής.

Greek Monotonic

ἀπέχθημα: -ατος, τό (ἀπεχθάνομαι), αντικείμενο μίσους, ό,τι μισεί κάποιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέχθημα: ατος τό предмет ненависти Eur.

Middle Liddell

ἀπεχθάνομαι
an object of hate, Eur.