Βόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(1)
(1a)
Line 19: Line 19:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of several stratits, esp. = thestrait ofByzantium; also used for the Hellespont (Hdt.).<br />Derivatives: <b class="b3">Βοσπόρειος</b>, <b class="b3">-ιος</b>, <b class="b3">-ίτης</b> (S.), <b class="b3">Βοσπορεῖον</b> a tempel (Decr. ap. D.), <b class="b3">Βοσπορηνός</b>, <b class="b3">-ανός</b> <b class="b2">inhabitant of the kingdom of B.</b> (Str.); s. Chantr. Form. 206; Schwyzer 490.<br />Etymology: 1Ox-ford', from <b class="b3">*Βοόσ-πορος</b> through hyphairesis; s. Kretschmer, Glotta 27 (1939) 29 (who compares <b class="b3">Βούπορθμος</b> near Hermione).
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of several stratits, esp. = thestrait ofByzantium; also used for the Hellespont (Hdt.).<br />Derivatives: <b class="b3">Βοσπόρειος</b>, <b class="b3">-ιος</b>, <b class="b3">-ίτης</b> (S.), <b class="b3">Βοσπορεῖον</b> a tempel (Decr. ap. D.), <b class="b3">Βοσπορηνός</b>, <b class="b3">-ανός</b> <b class="b2">inhabitant of the kingdom of B.</b> (Str.); s. Chantr. Form. 206; Schwyzer 490.<br />Etymology: 1Ox-ford', from <b class="b3">*Βοόσ-πορος</b> through hyphairesis; s. Kretschmer, Glotta 27 (1939) 29 (who compares <b class="b3">Βούπορθμος</b> near Hermione).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />ox-[[ford]], [[name]] of [[several]] straits, of [[which]] the Thracian and Cimmerian are [[best]] [[known]], Hdt.; also of the [[Hellespont]], Aesch., Soph.
}}
}}

Revision as of 14:55, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

Βόσπορος: ὁ, (βοὸς πόρος Ὀππ. Ἁλ. 1. 617) κυρίως «τὸ πέρασμα τοῦ βοός», ὄνομα διδόμενον εἴς τινας πορθμούς, ἐκ τῶν ὁποίων γνωστότατοι εἶναι ὁ Θρακικὸς καὶ ὁ Κιμμέριος, Ἡρόδ. 4. 83 καὶ 12, κτλ.· ἀλλ ᾽ ἐνίοτε τὸ ὄνομα τοῦτο ἐδίδετο καὶ εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 723, 756, Σοφ. Αἴ. 886, καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. (Περὶ τῆς μυθικῆς ἀρχῆς τοῦ ὀνόματος ἴδε Αἰσχύλ. Πρ. 732, Λόγγ. 1. 30· - εἶναι ὅμως μοναδικὸν παράδειγμα συνθέσεως τὸ βοσ- ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ βοῦς). - Ἐπίθ. Βοσπόρειος, ον, Στέφ. Β.· Βοσπόριος, α, ον, Σοφ. Αἴ. ἔνθ᾽ ἀνωτ.· ἐντεῦθεν τὸ Βοσπορεῖον, ὡς ὄνομα ναοῦ ἀπαντᾷ ἐν ψηφίσμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 11: - Βοσπορίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παρὰ τὸν Βόσπορον κατοικῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 446· ὡσαύτως, Βοσπορανός, ὁ, Στράβ. 312, 495· Βοσπορηνός, ὁ αὐτ. 762.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Bosphore ou détroit litt. passage pour un bœuf, pê p. allus. à la traversée de la vache Io;
subst.
1 Βόσπορος Θρᾴκιος, (ion.) Θρηΐκιος, ou simpl.Βόσπορος ESCHL le Bosphore de Thrace (auj. le détroit de Constantinople) entre la Thrace et l’Asie Mineure;
2 Βόσπορος Κιμμέριος ou Κιμμερικός, le Bosphore Cimmérien (auj. le détroit d’Iénikalé) entre le Palus Méotide et le Pont-Euxin ; p. ext. côte du Bosphore Cimmérien.
Étymologie: βοῦς, πόρος ; cf. l’angl. Oxford.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I Bósforo
1 Bósforo Tracio estrecho entre Europa y Asia que une el Ponto Euxino y la Propóntide, actual Bósforo, A.Pers.723, Hdt.4.83, 85, Plb.4.39.4, Euthydemus SHell.455.4, Str.2.5.23, I.AI 16.16, D.P.140
llamado también Β. Μύσιος Str.12.4.8.
2 Bósforo Cimerio estrecho que une el Ponto Euxino y la laguna Meótide, actual estrecho de Kerch, Hdt.4.12, 100, Arist.HA 552b18, Scymn.873, Plb.4.39.3, D.S.4.28, Str.2.1.16, 5.23, Plu.Thes.27, Sull.11, Luc.Tox.4, Ptol.Geog.5.8.1
tb. llamado Β. ὁ Σκυθικός Hsch., ὁ τῆς Ἀσίας Β. St.Byz.s.u. Ζυγοί.
3 ciu. en la costa europea del estrecho del mismo nombre, tb. llamada Panticapeon, actual Kerch, Aeschin.3.171, D.20.29, 36, Scymn.837, 898, Plu.Pomp.38, App.BC 2.92, D.C.37.14.2, St.Byz.s.u. y s.u. Παρθένου ἱερόν, Men.Prot.19.1.139, Procop.Aed.3.7.10.
4 estrecho de la India, St.Byz.
II adj. -ος, -ον del Bósforo ἀκτή ref. a Bizancio, Nonn.D.3.368.

• Etimología: Comp. de Βοϝός-πορος ‘paso de la vaca’ c. primer término *gu̯eH3- ‘vaca’ c. hapl. y para el segundo v. πείρω

Greek Monolingual

ο (AM Βόσπορος)
το πέρασμα της βοός, της αγελάδας, ο πορθμός που ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων πορθμών («Θρακικός Βόσπορος», «Κιμμέριος Βόσπορος»)
2. ο Ελλήσποντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. Βόσπορος προήλθε με υφαίρεση από το Βοόσ-πορος, που ερμηνεύθηκε πιθ. παρετυμολογικά από τους αρχαίους ως «πέρασμα της βοός». Ίσως συνδέθηκε η ονομασία με τον μύθο της Ιούς, που πέρασε τον πορθμό μεταμορφωμένη σε βόδι. Τέλος, ο τ. Βόσπορος εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το τοπωνύμιο Βούπορθμος (ακρωτήριο της Β. Αργολίδας στην περιοχή της Ερμιονίδας)].

Greek Monotonic

Βόσπορος: ὁ, σημείο διάβασης των βοδιών, ονομασία αρκετών στενών, πορθμών, από τους οποίους πιο γνωστοί είναι ο Θρακικός και ο Κιμμέριος, σε Ηρόδ.· επίσης, έτσι ονομάζεται και το στενό του Ελλησπόντου, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

Βόσπορος: ὁ Боспор, «Коровий брод» (название двух проливов): Β. или Β. θρᾴκιος (ион. θρηΐκιος) Боспор Фракийский, позже Константинопольский пролив, ныне Босфор Aesch., Her., Polyb.; Β. Κιμέριος или Κιμμερικός Босфор Киммерийский, ныне Керченский пролив Aeschin., Dem., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of several stratits, esp. = thestrait ofByzantium; also used for the Hellespont (Hdt.).
Derivatives: Βοσπόρειος, -ιος, -ίτης (S.), Βοσπορεῖον a tempel (Decr. ap. D.), Βοσπορηνός, -ανός inhabitant of the kingdom of B. (Str.); s. Chantr. Form. 206; Schwyzer 490.
Etymology: 1Ox-ford', from *Βοόσ-πορος through hyphairesis; s. Kretschmer, Glotta 27 (1939) 29 (who compares Βούπορθμος near Hermione).

Middle Liddell


ox-ford, name of several straits, of which the Thracian and Cimmerian are best known, Hdt.; also of the Hellespont, Aesch., Soph.