ἁμαξεύς: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁμαξεύς:''' έως adj. m тянущий воз, упряжной ([[βοῦς]] Plut.).
|elrutext='''ἁμαξεύς:''' έως adj. m тянущий воз, упряжной ([[βοῦς]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἅμαξα]]<br />for a wagon: [[βοῦς]] ἁ. a [[draught]] ox, Plut.
}}
}}

Revision as of 15:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξεύς Medium diacritics: ἁμαξεύς Low diacritics: αμαξεύς Capitals: ΑΜΑΞΕΥΣ
Transliteration A: hamaxeús Transliteration B: hamaxeus Transliteration C: amakseys Beta Code: a(maceu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A wagoner, D. Chr.64.23: βοῦς ἁ.draught-ox, Plu.Dio38, Philostr.Gym.43.

German (Pape)

[Seite 115] έως, ὁ, der Frachtfuhrmann, Sp.; Plut. Dion. 38 βοῦς, Jochochse.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξεύς: έως, ὁ, = ἁμαξηλάτης, Δίων Χρ.: βοῦς ἁμ., ὁ σύρων ἅμαξαν, Πλουτ. Δίων 38.

French (Bailly abrégé)

ἐως (ὁ) :
1 voiturier;
2 qui traîne un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 carretero Fauorin.Fort.23, Hsch., Tz.Comm.Ar.1.82.10.
2 adj. de tiro βοῦς Plu.Dio 38, Philostr.Gym.43.

Greek Monolingual

ἁμαξεύς (-έως), ο (Α) άμαξα
1. οδηγός άμαξας, αμαξηλάτης, καραγωγέας
2. ως επίθ. αυτός που σύρει άμαξα
«βοῦς ἁμαξεύς».

Greek Monotonic

ἁμαξεύς: -έως, ὁ (ἅμαξα), αυτός που σύρει την άμαξα, βοῦς ἁμαξεύς, βόδι ζευγμένο για το σύρσιμό της, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξεύς: έως adj. m тянущий воз, упряжной (βοῦς Plut.).

Middle Liddell

ἅμαξα
for a wagon: βοῦς ἁ. a draught ox, Plut.