πανταχόθεν: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
(3b) |
(1ba) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παντᾰχόθεν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> отовсюду, со всех сторон (π. περιέχεσθαι Her.): ἐξ Ἀσίης π. Her. со всех концов Азии;<br /><b class="num">2)</b> во всех отношениях, совершенно (π. [[βάσκανος]] Dem.): π. ἡ Ἑλλὰς κατείχετο φανερὸν μηδὲν κατεργάζεσθαι Thuc. Греция была совершенно лишена возможности свершить что-л. славное. | |elrutext='''παντᾰχόθεν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> отовсюду, со всех сторон (π. περιέχεσθαι Her.): ἐξ Ἀσίης π. Her. со всех концов Азии;<br /><b class="num">2)</b> во всех отношениях, совершенно (π. [[βάσκανος]] Dem.): π. ἡ Ἑλλὰς κατείχετο φανερὸν μηδὲν κατεργάζεσθαι Thuc. Греция была совершенно лишена возможности свершить что-л. славное. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[πᾶς]<br /><b class="num">I.</b> adv. from all places, from all [[quarters]], on [[every]] [[side]], Lat. [[undique]], Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">II.</b> from [[every]] [[side]], i. e. in [[every]] way, Thuc., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A from all quarters, from every side, ἐκ τῆς Ἀσίης π. Hdt.7.25, cf. Ar.Lys.1007, Pl.Smp.190e, al.; περιέχεσθαι π. on all sides, Hdt.8.80. II from every side, i.e. in every way, π. ἡ Ἑλλὰς κατείχετο μή . . Th.1.17; π. καλῶς ὑπάρχον πολεμεῖν ib.124, cf. X. Mem.2.1.25; π. βάσκανος D. 18.242.
German (Pape)
[Seite 463] von allen Orten her; Ar. Lys. 1007; συνέλκειν π. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; δῆλος, Dem. 31, 10; Sp., wie D. Sic. 14, 103, τὰς πανταχόθεν δυνάμεις ἀθροίσας.
Greek (Liddell-Scott)
παντᾰχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ παντὸς τόπου, ἐκ παντὸς μέρους, Λατ. undique, ἐξ Ἀσίης π. Ἡρόδ. 7. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1007, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, κ. ἀλλ.· π. περιέρχεσθαι, ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, Ἡρόδ. 8. 80. ΙΙ. ἐκ πάντων τῶν μέρῶν, δηλ. κατὰ πάντα τρόπον, Θουκ. 1. 17, 124, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 25· π. βάσκανος Δημ. 307. 22.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de toute part, de tous côtés;
2 de toute façon.
Étymologie: πᾶς, -αχόθεν.
English (Strong)
adverb (of source) from πανταχοῦ; from all directions: from every quarter.
English (Thayer)
adverb, from all sides, from every quarter: (Herodotus, Thucydides, Plato, others.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. από κάθε μέρος, από παντού («ἐκ τῆς Ἀσίης πανταχόθεν», Ηρόδ.)
μσν.
σε όλα τα μέρη («καὶ τῆς φήμης πανταχόθεν διαδοθείσης», Μηναί)
αρχ.
με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. ολιγαχόθεν), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].
Greek Monotonic
παντᾰχόθεν: (πᾶς), επίρρ.,
I. από όλα τα μέρη, σε όλους τους τόπους, σε κάθε πλευρά, Λατ. undique, σε Ηρόδ., Αττ.
II. από κάθε πλευρά, δηλ. με κάθε τρόπο, σε Θουκ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανταχόθεν [πᾶς] adv., van alle kanten; overdr. in elk opzicht.
Russian (Dvoretsky)
παντᾰχόθεν: adv.
1) отовсюду, со всех сторон (π. περιέχεσθαι Her.): ἐξ Ἀσίης π. Her. со всех концов Азии;
2) во всех отношениях, совершенно (π. βάσκανος Dem.): π. ἡ Ἑλλὰς κατείχετο φανερὸν μηδὲν κατεργάζεσθαι Thuc. Греция была совершенно лишена возможности свершить что-л. славное.
Middle Liddell
[πᾶς]
I. adv. from all places, from all quarters, on every side, Lat. undique, Hdt., attic
II. from every side, i. e. in every way, Thuc., Xen.