ἀμφέλικτος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(1) |
(1a) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμφέλικτος:''' свернувшийся, обвившийся ([[δράκων]] Eur.). | |elrutext='''ἀμφέλικτος:''' свернувшийся, обвившийся ([[δράκων]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=poet. for [[ἀμφιέλικτος]]<br />[[coiled]] [[round]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 133] ringsumwunden, Eur. Herc. F. 399.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφέλικτος: ον καὶ ἀμφελικτός, όν, ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέλ-, συνεσπαρμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 399.
Greek Monolingual
ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφελίσσω
(ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφέλικτος: свернувшийся, обвившийся (δράκων Eur.).
Middle Liddell
poet. for ἀμφιέλικτος
coiled round, Eur.