ἀπαιδαγώγητος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπαιδᾰγώγητος:''' <b class="num">1)</b> лишенный руководства, невоспитанный Arst.;<br /><b class="num">2)</b> не обученный (τινος Arst.).
|elrutext='''ἀπαιδᾰγώγητος:''' <b class="num">1)</b> лишенный руководства, невоспитанный Arst.;<br /><b class="num">2)</b> не обученный (τινος Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />without [[teacher]] or [[guide]], Arist.: [[uneducated]], [[untaught]], τινος in a [[thing]], Arist.
}}
}}

Revision as of 16:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιδᾰγώγητος Medium diacritics: ἀπαιδαγώγητος Low diacritics: απαιδαγώγητος Capitals: ΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΤΟΣ
Transliteration A: apaidagṓgētos Transliteration B: apaidagōgētos Transliteration C: apaidagogitos Beta Code: a)paidagw/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A without teacher or guide, Arist.EN1121b11; uneducated, untaught, τινός in a thing, Id.Pol.1338b33 (v.l. ἀπαιδάγωγος) -ητον, τό, lack of education, Sor.1.33.

German (Pape)

[Seite 275] ohne Führer, unerzogen, ungebildet, Arist. Eth. Nic. 4, 1 u. Sp.; c. gen., in etwas, τῶν ἀναγκαίων Arist. pol. 8, 4, wo ἀπαιδάγωγος v. l.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιδᾰγώγητος: -ον, ὁ ἄνευ παιδαγωγοῦ ἢ ὁδηγοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 36: ὁ μὴ παιδαγωγηθείς, ἀπαίδευτος, τινὸς ὁ αὐτ. Πολιτ. 8. 4, 6 (δ. γρ. ἀπαιδάγωγος). - Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans précepteur, sans guide;
2 p. ext. non instruit de, gén..
Étymologie: ἀ, παιδαγωγέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que carece de guíaἄσωτος ἀ. γενόμενος εἰς ταῦτα μεταβαίνει el pródigo, aunque sin nadie que lo dirija, se encamina a esto Arist.EN 1121b11
no educado τῶν ἀναγκαίων Arist.Pol.1338b33.
2 grosero παιδιαί Ph.2.266, ψυχή Ph.1.547.
II subst. τὸ ἀ. carencia de educación Sor.22.24.
III adv. -ως sin instrucción, ignorantemente ἀ. ... ἰέναι πρὸς Θεόν Cyr.Al.M.73.416B, ἀ. ... τὴν ἐπὶ τῷ μυστηρίῳ ποιούμενοι βάσανον Cyr.Al.M.73.712B.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπαιδαγώγητος, -ον)
αυτός που δεν έτυχε αγωγής, αμόρφωτος, απαίδευτος
αρχ.
1. όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο
2. εκείνος που δεν έχει εκπαιδευτεί σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀπαιδᾰγώγητος: -ον, αυτός που δεν έχει παιδαγωγό, δάσκαλο ή καθοδηγητή, σε Αριστ.· απαίδευτος, αδίδακτος, τινος, σε κάτι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιδᾰγώγητος: 1) лишенный руководства, невоспитанный Arst.;
2) не обученный (τινος Arst.).

Middle Liddell


without teacher or guide, Arist.: uneducated, untaught, τινος in a thing, Arist.