βαρύγυιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βαρύγυιος:''' сковывающий члены, лишающий сил, изнурительный ([[νοῦσος]] Anth.).
|elrutext='''βαρύγυιος:''' сковывающий члены, лишающий сил, изнурительный ([[νοῦσος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γυῖον]]<br />[[weighing]] [[down]] the limbs, [[wearisome]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠγυιος Medium diacritics: βαρύγυιος Low diacritics: βαρύγυιος Capitals: ΒΑΡΥΓΥΙΟΣ
Transliteration A: barýgyios Transliteration B: baryguios Transliteration C: varygyios Beta Code: baru/guios

English (LSJ)

ον,

   A weighing down the limbs, wearisome, κέλευθα Opp.H.5.63; νοῦσος AP6.190.9 (Gaet.).

German (Pape)

[Seite 433] gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευθα Opp. Hal. 5, 63.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγυιος: -ον, ὁ βάρος προξενῶν εἰς τὰ μέλη, κοπιαστικός, κέλευθα Ὀππ. Ἁλ. 5. 63· νοῦσος Ἀνθ. ΙΙ. 6. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui alourdit les membres, fatigant, accablant.
Étymologie: βαρύς, γυῖον.

Spanish (DGE)

(βᾰρύγυιος) -ον
que fatiga los miembros, agotador νοῦσος AP 6.190.9 (Gaet.), κέλευθα Opp.H.5.63.

Greek Monolingual

βαρύγυιος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος, κοπιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γυίον στον πληθ. «τα μέλη του σώματος»].

Greek Monotonic

βᾰρύγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που προκαλεί βάρος στα μέλη του σώματος, κοπιαστικός, εξοντωτικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύγυιος: сковывающий члены, лишающий сил, изнурительный (νοῦσος Anth.).

Middle Liddell

γυῖον
weighing down the limbs, wearisome, Anth.