βεβαιότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βεβαιότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> устойчивость, прочность, надежность Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> верность, обеспеченность, безопасность (βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> достоверность, определенность (ἐν τῷ συγγράμματι Plat.).
|elrutext='''βεβαιότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> устойчивость, прочность, надежность Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> верность, обеспеченность, безопасность (βεβαιότητος [[ἕνεκα]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> достоверность, определенность (ἐν τῷ συγγράμματι Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βέβαιος]]<br />[[firmness]], [[steadfastness]], [[stability]], [[assurance]], [[certainty]], Thuc., Plat.
}}
}}

Revision as of 20:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιότης Medium diacritics: βεβαιότης Low diacritics: βεβαιότης Capitals: ΒΕΒΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: bebaiótēs Transliteration B: bebaiotēs Transliteration C: vevaiotis Beta Code: bebaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A steadfastness, stability, τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ζῆν Id.R.503c, cf. Lg.735a, 790b, Arist. EN1100b12.    2 assurance, certainty, Pl.Phdr.277d; security, safety, βεβαιότητος ἕνεκα Th.4.66; β. καὶ ἀσφάλεια Plu.Fab.19.

German (Pape)

[Seite 440] ητος, ἡ, Festigkeit, Sicherheit, Zuverlässigkeit, Thuc. 4, 66; οὐσίας Plat. Crat. 386 a; μετὰ β. καὶ ἡσυχίας ζῆν Rep. VI, 503 c u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιότης: -ητος, ἡ, σταθερότης, στερεότης, εὐστάθεια, τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) βεβαιότης, πεποίθησις, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· ἀσφάλεια, βεβαιότητος ἕνεκα Θουκ. 4. 66.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 solidité, stabilité;
2 sécurité, sûreté.
Étymologie: βέβαιος.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 firmeza, estabilidad τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a, μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ... ζῆν Pl.R.503c, ἐν τοῖς τρόποις Pl.Lg.735a, θέσεως Pl.Lg.790b, περὶ οὐδὲν ... ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων β. Arist.EN 1100b13, προσώπου Aq.Ps.59.6, cf. Sm.35.6.
2 seguridad, certeza βεβαιότητα ἡγούμενος καὶ σαφήνειαν Pl.Phdr.277d
garantía ἐφρούρουν βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων Th.4.66, ποιησάμενοι ... πρὸς Ἀθηναίους ... βεβαιότητα Th.4.51, cf. Plu.Fab.19
lealtad ἔνδηλόν τι ποιεῖν τοῖς Ἀθηναίοις βεβαιότητος πέρι Th.4.132.

Greek Monotonic

βεβαιότης: -ητος, ἡ, σταθερότητα, ευστάθεια, ορθότητα, αποφασιστικότητα, ασφάλεια, εγγύηση, διαβεβαίωση, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βεβαιότης: ητος ἡ
1) устойчивость, прочность, надежность Plat., Plut.;
2) верность, обеспеченность, безопасность (βεβαιότητος ἕνεκα Thuc.);
3) достоверность, определенность (ἐν τῷ συγγράμματι Plat.).

Middle Liddell

[from βέβαιος
firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty, Thuc., Plat.