δεκατηλόγος: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δεκᾰτηλόγος:''' ὁ сборщик десятины Dem. | |elrutext='''δεκᾰτηλόγος:''' ὁ сборщик десятины Dem. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λέγω]]<br />a [[tithe]]-[[collector]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (λέγω)
A = δεκατευτής, D.23.177.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, der Zolleinnehmer, Dem. 23, 177.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατηλόγος: ὁ, (λέγω) = δεκατευτής, Δημ. 679. 27.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
percepteur de la dîme.
Étymologie: δεκάτη, λέγω².
Spanish (DGE)
-ου, ὁ perceptor del diezmo, recaudador del diezmo D.23.177, Poll.6.128, Hsch., Phot.δ 158
•gener. recaudador de impuestos Polyaen.2.34, Basil.M.29.280B, Malch.1.18.
Greek Monolingual
ο (AM δεκατηλόγος)
ο δεκατευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].
Greek Monotonic
δεκατηλόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει τη δεκάτη, τελώνης, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰτηλόγος: ὁ сборщик десятины Dem.