διαρκής: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαρκής -ές [διαρκέω] voldoende, toereikend. langdurig, bestendig, volhoudend.
|elnltext=διαρκής -ές [διαρκέω] voldoende, toereikend. langdurig, bestendig, volhoudend.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαρκής]], ές <i>adj</i> [from [[διαρκέω]]<br /><b class="num">1.</b> [[quite]] [[sufficient]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> [[lasting]], Dem.:—adv. -κῶς, Sup. [[διαρκέστατα]] in [[complete]] [[competence]], Xen.
}}
}}

Revision as of 21:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρκής Medium diacritics: διαρκής Low diacritics: διαρκής Capitals: ΔΙΑΡΚΗΣ
Transliteration A: diarkḗs Transliteration B: diarkēs Transliteration C: diarkis Beta Code: diarkh/s

English (LSJ)

ές,

   A sufficient, χώρα Th.1.15; τροφή Arist.HA626a2, Thphr.CP1.11.6; δυνάμεις D.H.4.23, etc.    2 lasting, ὠφέλεια D.3.33; ἐπὶ πολύ D.H.6.54: Comp., Luc.Anach.24: Sup., with staying power, of an athlete, Paus.6.13.3; ἵπποι Them.Or.11.146a. Adv. -κῶς S.E.P. 3.115, Eun.Hist.p.209D., Demoph.Sent.10, etc.; δ. ἔχειν τι to be amply provided with, Procop.Pers.1.21, al.: Sup. διαρκέστατα ζῆν in complete competence, X.Mem.2.8.6.

German (Pape)

[Seite 599] ές, hinreichend; χώρα, Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ σῖτος, 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; πρός τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen. Mem. 2, 8, 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, ἐπαρκής, sufficiens, χώρα Θουκ. 1. 15· τροφή Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. πρός τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) συνεχής, μόνιμος, διαρκὴς (χρονικ.), durans, ὠφέλεια Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 suffisant ; particul. qui suffit aux besoins (des habitants);
2 qui se soutient, qui dure.
Étymologie: διά, ἀρκέω.

Spanish (DGE)

-ές
I 1c. idea de cantidad suficiente δ. χώρα territorio amplio, extenso Th.1.15, cf. 6.90, τροφή D.50.23, Arist.HA 626a2, Thphr.CP 1.11.6, cf. Ph.2.464, δυνάμεις D.H.4.23, ὑετοί Plu.Alex.27, ἀποθέσεις Luc.Hipp.5
inagotable πηγή Gr.Thaum.Pan.Or.4.2, fig. λόγος Gr.Thaum.Pan.Or.4.30.
2 en sent. fís. resistente ἵπποι Them.Or.11.146a, σκῦτος Luc.Anach.24
subst. τὸ διαρκέστατον la competición que requiere la máxima resistencia, e.e. la prueba de fondo Paus.6.13.3
neutr. plu. como adv. con mucha resistencia ζῆν ... εἰς τὸ γέρας διαρκέστατα X.Mem.2.8.6.
3 ref. al tiempo duradero ὠφέλεια D.3.33, ἡ φύσις οὐκ ἐπὶ πολὺ δ. D.H.6.54
continuo, constante ἡ πρὸς τὸν νοῦν αὐτοῦ δ. ἐπιστροφή Porph.Plot.8.23
de pers. constante, perseverante ἕτεροι D.C.37.57.3.
II adv. -ῶς suficientemente συνάπτει Demoph.Sent.10, εἶχον Procop.Pers.1.21.8, cf. S.E.P.3.115, Eun.Hist.1.47.

Greek Monolingual

-ές (AM διαρκής, -ές)
1. αδιάκοπος, συνεχής, αδιάλειπτος
2. παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο
3. σταθερός, μόνιμος
αρχ.
επαρκής, αρκετός.

Greek Monotonic

διαρκής: -ές,
1. αρκετός, επαρκής, υπεραρκετός, σε Θουκ.
2. συνεχής, μόνιμος, διαρκής, αδιάκοπος, επίμονος, εξακολουθητικός, σε Δημ.· επίρρ. -κῶς, υπερθ. διαρκέστατα, επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαρκής:
1) достаточный (χρήματα καὶ σῖτος Thuc.; ὠφέλεια Dem.; τροφή Arst.; δ. εἰς ἅπαντα Plut.): δ. πρὸς ἄμυναν Plut. могущий отразить (врагов);
2) длительный, продолжительный (ὑετοί, ἔρως Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρκής -ές [διαρκέω] voldoende, toereikend. langdurig, bestendig, volhoudend.

Middle Liddell

διαρκής, ές adj [from διαρκέω
1. quite sufficient, Thuc.
2. lasting, Dem.:—adv. -κῶς, Sup. διαρκέστατα in complete competence, Xen.