διόρθωσις: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διόρθωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> восстановление, приведение в порядок (τῶν πιπτόντων οἰκοδομημάτων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> исправление, улучшение (εἰς διόρθωσιν ἄγειν τι Polyb.): ἐπεχείρησε τῇ διορθώσει Plut. он взялся помочь делу;<br /><b class="num">3)</b> правильное устройство, надлежащий порядок (κατὰ φύσιν Plat.);<br /><b class="num">4)</b> погашение, уплата, оплата (τῶν ὀψωνίων Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> выгода, польза (μὴ βλάβης διορθώσεως δὲ [[μᾶλλον]] [[γενέσθαι]] Polyb.). | |elrutext='''διόρθωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> восстановление, приведение в порядок (τῶν πιπτόντων οἰκοδομημάτων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> исправление, улучшение (εἰς διόρθωσιν ἄγειν τι Polyb.): ἐπεχείρησε τῇ διορθώσει Plut. он взялся помочь делу;<br /><b class="num">3)</b> правильное устройство, надлежащий порядок (κατὰ φύσιν Plat.);<br /><b class="num">4)</b> погашение, уплата, оплата (τῶν ὀψωνίων Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> выгода, польза (μὴ βλάβης διορθώσεως δὲ [[μᾶλλον]] [[γενέσθαι]] Polyb.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[διόρθωσις]], εως [from [[διορθόω]] <i>n</i><br />a [[making]] [[straight]], [[restoration]], [[reform]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making straight, as in the setting of a limb, Hp.Off.16, cf. Mochl.38; setting straight, restoration, οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Arist.Pol.1321b21. 2 correction, chastisement, ἐπὶ διορθώσει Plb.2.56.14; διορθώσεως σφίσι δεῖν D.H.6.20. II generally, amendment, correction, of men, Plb.7.11.2: pl., Arist.Pol.1317a35, Plb.3.118.12; τῶν νόμων IG9(1).694.137 (Corc.); correction, ἐρωτημάτων Arist.SE176b34, cf. Pol. 1275a20; εἰς δ. ἄγειν Plb.3.58.4; δ., opp. βλάβη, Id.5.88.2; ὑδάτων Orib.5.4 tit. 2 right treatment, τινός Pl.Lg.642a. III recension, revised edition of a work, Sch.Il.10.397: in pl., emendations, D.L.3.66. IV payment, ὀψωνίων Plb.5.50.7, cf. PTeb.61 (a). 33 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 635] ἡ, das Gerademachen von etwas, das aus seiner richtigen Lage gekommen, Hippocr.; das Verbessern, Herstellen, καὶ σωτηρία τῶν πιπτόντων οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Arist. pol. 6, 8; übertr., zweckmäßige Einrichtung, Plat. Legg. I, 642 a, u. oft bei Pol. u. a. Sp.; Ggstz von βλάβη Pol. 5, 88, 2. Das Zahlen der Schuld, 5, 50, 7. Bei Schol., z. B. Il. 10, 397, verbesserte Ausgabe eines Schriftstellers.
Greek (Liddell-Scott)
διόρθωσις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι ὀρθόν, τὸ ἐπαναφέρειν τι εἰς τὴν προσήκουσαν θέσιν ἢ μορφήν, ὡς ὅταν τοποθετῇ τις ἐξηρθρωμένον ἢ ἄλλως βεβλαμμένον μέλος, Ἱππ. κ. ἰητρ. 745, πρβλ. Ἄρθρ. 803· διόρθωσις, ἐπανόρθωσις, ἀποκατάστασις, οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 4. ΙΙ. καθόλου, ἐπιδιόρθωσις, ἐπισκευή, τροποποίησις ἐπὶ τὸ κρεῖττον, ἀναμόρφωσις, ἐπὶ ἀνθρώπων, αὐτόθι 3. 1, 5· τῆς πολιτείας αὐτόθι 6. 1, 9· τῶν νόμων Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 37. 2) ὀρθὴ τακτοποίησις, διάταξις, διασκευή, τινος Πλάτ. Νομ. 642Α. 3) εὐτυχές τι συμβάν, εὐτύχημα, Πολύβ. 5. 88, 2. ΙΙΙ. ἀναθεώρησις, διωρθωμένη ἔκδοσις συγγράματος, ἴδε Wolf. proleg. Hom. clxxiv.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de corriger, de châtier;
2 action d’améliorer, d’amender ; édition critique d’un texte.
Étymologie: διορθόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Hp.Mochl.38; plu. ac. -ιας Hp.Fract.29, Philipp.Perg.1]
I 1enderezamiento medic., en la reducción de huesos νόμος ἐμβολῆς καὶ διορθώσιος Hp.Mochl.38, cf. Fract.29.
2 jur. corrección, reforma ὑπεναντίος δὲ ὁ ... νόμος πρὸς ταύτην διόρθωσιν Arist.Pol.1270a40, cf. 1317a35, εἰ δὲ προσδεῖται διορθώσεως ὁ ὑπὲρ τούτου νόμος IP 163A2.6 (II a.C.), cf. IG 9(1).694.137 (Corcira II a.C.)
•modificación de las cláusulas de un tratado ἐξαποσταλεὶ[ς] ... ἐπὶ τὴν διόρθω[σ] ιν τοῦ συμβόλου τοῦ πρὸς Ἀχαιούς IG 12(5).829.5 (Tenos II a.C.), ποιεῖσθαι τὴν διόρθωσιν Milet 1(3).150.121 (II a.C.).
3 orden, constitución recta ἡ κατὰ φύσιν αὐτοῦ δ. Pl.Lg.642a
•perfeccionamiento ἑτοιμοτέραν ... τοῖς ἀνθρώποις διόρθωσιν τῆς ... ἐπιστήμης Plb.1.1.1
•corrección, enmienda en sent. moral μὴ βλάβης, διορθώσεως δὲ μᾶλλον αὐτοῖς αἴτιον γενέσθαι Plb.5.88.2, ἐπὶ διορθώσει τῶν ἡμαρτημένων I.AI 2.51, μέχρι καιροῦ διορθώσεως Ep.Hebr.9.10, κόλασις ... δ. ἐστι ψυχῆς Clem.Al.Strom.1.26.168, ὅπως ... οἱ ἐμμελεῖς ... εἰς διόρθωσιν ἔλθωσι Nil.M.79.464B, τοῦ βίου Philipp.Perg.l.c., χώραν ὑπανοίγων ταῖς διορθώσεσι Gr.Naz.Ep.77.12, λόγου ... δ. ἢ τρόπου Gr.Naz.Ep.23.4
•en medic. acción de reponer, reconstitución c. gen. πάσης τῆς διαθέσεως Herod.Med. en Aët.9.13.
4 de textos corrección δ. δὲ κακὴ γραφικὰς ἁμαρτίας ποιεῖ Demetr.Lac.Herc.1012.21.3, ἡ κατὰ Ἀρίσταρχον εἶχε δ. Sch.Er.Il.2.865, de dibujos, Hero Dioptr.1
•gener. en plu. edición crítica ἐν ταῖς Ζενοδοτείοις διορθώσεσι A.D.Pron.110.12, κἀν ταῖς διορθώσεσι καὶ ἐν ταῖς ὑπομνήμασιν οὕτως ἐγέγραπτο Sch.Er.Il.2.192b, καλεῖταί τις δ. οὕτως Ἀράτειος ὡς Ἀριστάρχειος Ach.Tat.Fr.p.78.
5 arq. reparación τῶν πιπτόντων οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν σωτηρία καὶ δ. Arist.Pol.1321b21, ἕτερα τῶν κατεπειγόντων καὶ κατηρειμμένων ἔργων διορθώσεως τυχεῖν IG 12(3).324.18 (Tera II d.C.), πύργων Princeton Exp.Inscr.696 (IV d.C.), κίονος SEG 20.417.5 (Palestina VI d.C.), τοῦ τοίχου POxy.2005.5 (VI d.C.), τοῦ γεουχικοῦ κατωτίου POxy.3804.228 (VI d.C.), τοῦ λακκ(οῦ) POxy.2197.26 (VI d.C.).
6 ret. rectificación Hdn.Fig.p.95
•«correctio», Schem.dian.2.
II de sumas de dinero pago τῶν ὀψωνίων Plb.5.50.7, 11.25.9, frec. ref. a impuestos τοῦ ... στεφάνου PTeb.61(a).33 (II a.C.), τῶν τοῦ κλήρου αὐτοῦ βασιλικῶν POxy.3482.11 (I a.C.), τῶν δημοσίων SB 7367.25, PYoutie 24.18 (ambos II d.C.).
English (Strong)
from a compound of διά and a derivative of ὀρθός, meaning to straighten thoroughly; rectification, i.e. (specially) the Messianic restauration: reformation.
Greek Monotonic
διόρθωσις: -εως, ἡ, διόρθωση, αποκατάσταση, επανόρθωση, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
διόρθωσις: εως ἡ
1) восстановление, приведение в порядок (τῶν πιπτόντων οἰκοδομημάτων Arst.);
2) исправление, улучшение (εἰς διόρθωσιν ἄγειν τι Polyb.): ἐπεχείρησε τῇ διορθώσει Plut. он взялся помочь делу;
3) правильное устройство, надлежащий порядок (κατὰ φύσιν Plat.);
4) погашение, уплата, оплата (τῶν ὀψωνίων Polyb.);
5) выгода, польза (μὴ βλάβης διορθώσεως δὲ μᾶλλον γενέσθαι Polyb.).
Middle Liddell
διόρθωσις, εως [from διορθόω n
a making straight, restoration, reform, Arist.