ἐκπάτιος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκπάτιος:''' (ᾰ) следующий по необычному пути, перен. необыкновенный, чрезвычайный (ἄλγεα Aesch.).
|elrutext='''ἐκπάτιος:''' (ᾰ) следующий по необычному пути, перен. необыкновенный, чрезвычайный (ἄλγεα Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐκ-πά¯τιος, η, ον [[πάτος]]<br />out of the [[common]] [[path]]: [[excessive]], [[vehement]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:38, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπᾰτιος Medium diacritics: ἐκπάτιος Low diacritics: εκπάτιος Capitals: ΕΚΠΑΤΙΟΣ
Transliteration A: ekpátios Transliteration B: ekpatios Transliteration C: ekpatios Beta Code: e)kpa/tios

English (LSJ)

ον, (πάτος)

   A out of the common path : excessive, ἄλγεα A.Ag.49 (anap.) ; expld. by Sch. as lonely. Adv. -ίως v.l. for ἐκπάγλως (ap.Erot.) in Hp.Mul.2.171.

German (Pape)

[Seite 771] von der gewöhnlichen Bahn abweichend, außerordentlich, ἄλγος Aesch. Ag. 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπάτιος: ᾰ, α, ον, (πάτος) ἔξω τοῦ κοινοῦ δρόμου, ἀσυνήθης, ὑπερβολικός, ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων Αἰσχύλ. Ἀγ. 50, ἔνθα ἄλλοι ἄλλως ἑρμηνεύουσιν. - Ἐπίρρ. ἐκπατίως, «τὸ ἐκτρόπως καὶ παραδόξως, ἐκπατίως» Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 566, ἔκδ. Schaefer, πρβλ. Ἐρωτιαν. σ. 170.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sort des routes frayées, extraordinaire, énorme.
Étymologie: ἐκ, πατέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1sent. dud., quizá extremo, excesivo ἄλγη A.A.49.
2 quizá anómalo ἐκπάτιον· ἀνόμοιον Hsch.
II adv. -ως anómalamente, de modo anómalo o quizá de modo extremo Hp. en Erot.41.16 (var de ἐκπάγλως).

Greek Monolingual

ἐκπάτιος, -ον και -ος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, ασυνήθιστος, υπερβολικός.

Greek Monotonic

ἐκπάτιος: [ᾱ], -α, -ον (πάτος), αυτός που βρίσκεται έξω από το συνήθη δρόμο, παραστρατημένος· υπερβολικός, υπέρμετρος, σφοδρός, βίαιος, τερατώδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπάτιος: (ᾰ) следующий по необычному пути, перен. необыкновенный, чрезвычайный (ἄλγεα Aesch.).

Middle Liddell

ἐκ-πά¯τιος, η, ον πάτος
out of the common path: excessive, vehement, Aesch.