ἐνδοιάσιμος: Difference between revisions
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνδοιάσιμος:''' сомнительный, спорный: οὐκ ἔτ᾽ ἐνδοιάσιμα τὰ σά Luc. в твоем успехе нельзя больше сомневаться. | |elrutext='''ἐνδοιάσιμος:''' сомнительный, спорный: οὐκ ἔτ᾽ ἐνδοιάσιμα τὰ σά Luc. в твоем успехе нельзя больше сомневаться. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐνδοιάσιμος]], ον [from [[ἐνδοιάζω]] <i>adj</i><br />[[doubtful]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A doubtful, J.AJ16.11.7, Luc.Scyth.11. Adv.-μως, ἔχειν περί τινος J.AJ16.10.4.
German (Pape)
[Seite 835] zweifelhaft, unentschieden, Luc. Scyth. 11; – ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοιάσιμος: -ον, ἀμφίβολος, Λουκ. Σκύθ. 11. - Ἐπίρρ. ἐνδοιασίμως, ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
douteux.
Étymologie: ἐνδοιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 dudoso εἴ τι πρότερον ἐνδοιάσιμον ἦν αὐτῷ περὶ τὴν τεκνοκτονίαν I.AI 16.392, cf. Luc.Scyth.11.
2 adv. -ως dubitativamente οὐκ ἐ. εἶχε περὶ τῆς τῶν παίδων εἰς αὐτὸν ἐπιβουλῆς no tenía ninguna duda acerca de la conspiración de sus hijos contra él I.AI 16.319.
Greek Monolingual
ἐνδοιάσιμος, -ο (Α)
αμφίβολος, αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς.
Greek Monotonic
ἐνδοιάσιμος: -ον, αμφίβολος, αβέβαιος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδοιάσιμος: сомнительный, спорный: οὐκ ἔτ᾽ ἐνδοιάσιμα τὰ σά Luc. в твоем успехе нельзя больше сомневаться.
Middle Liddell
ἐνδοιάσιμος, ον [from ἐνδοιάζω adj
doubtful, Luc.