ἐμπεριπατέω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(2) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐμπεριπᾰτέω:''' <b class="num">1)</b> прохаживаться, прогуливаться (χρυσοῖς ἐμβάταις Luc.; ἔν [[τισιν]] NT);<br /><b class="num">2)</b> перен. (насчет кого-л.) прохаживаться, высмеивать (τινι Plut.). | |elrutext='''ἐμπεριπᾰτέω:''' <b class="num">1)</b> прохаживаться, прогуливаться (χρυσοῖς ἐμβάταις Luc.; ἔν [[τισιν]] NT);<br /><b class="num">2)</b> перен. (насчет кого-л.) прохаживаться, высмеивать (τινι Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω [ἐν]<br />to [[walk]] [[about]] in, Luc.:— absol. to [[walk]] [[about]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A walk about in, [ἐμβάταις] Luc.Ind.6; μέσοις τοῖς ἁγίοις J.BJ4.3.10: metaph., ταῖς διανοίαις Ph.1.643, cf. 274; ἐ. ἐν ὑμῖν tarry among you, LXXLe.26.12, cf. 2 Ep.Cor.6.16: abs., walk about, ἅμα τῷ συμποσίῳ Luc.Symp.13: c. acc. cogn., ἐ. διαύλους τινάς walk several times to and fro, Ach.Tat.1.6. II walk about upon, τὴν ὑπ' οὐρανόν (sc. γῆν) LXXJb.1.7, al.; trample on, PHolm.18.30: metaph., insult, τινί Plu.2.57a.
German (Pape)
[Seite 812] 1) darauf herumgehen; Hel. 2, 32; ἐμβάταις Luc. adv. indoct. 6; τῷ συμποσίῳ, beim Mahle, conv. 13; ἔν τισι, unter, N. T. – 2) auf Einem herumtreten, ihn verhöhnen, insultare, Plut. adul. et am. discr. 20, vgl. vit. pud. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριπατέω: περιπατῶ, περιέρχομαι μέ..., ὠνούμενος χρυσοῦς ἐμβάτας, οἷς μόλις ἄν τις καὶ ἀρτίπους ἐμπεριπατήσειεν, μὲ τοὺς ὁποίους μόλις θὰ ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ ὁ ἔχων ἀρτίους τοὺς πόδας, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6, πρβλ. 10· ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν, θὰ παραμείνω μεταξὺ ὑμῶν, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κϛ΄, 12), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ϛ΄, 15· - ἀπολ., περιπατῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ, περιπατῶν συγχρόνως ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμποσίου, Λουκ. Συμπόσ. 13· μετὰ συστοίχου αἰτ., καί τινας ἐμπεριπατήσας διαύλους... ἀπῄειν, ἀφοῦ ἔκαμα μερικοὺς γύρους... ἀνεχώρησα, Ἀχιλλεὺς Τάτ. 1 6. ΙΙ. περιέρχομαι περιπατῶν τόπον τινά, ἐμπεριπατήσας τὴν γῆν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 7)· μεταφ., χλευάζω, ὑβρίζω, Λατ. insultare, ἐμπεριπατῶν τῷ Βίαντι καὶ κατορχούμενος τῆς ἀναισθησίας αὐτοῦ τοῖς ἐπαίνοις Πλούτ. 2. 57Α, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 se promener dans, τινι;
2 fig. insulter, τινι.
Étymologie: ἐν, περιπατέω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 pasear, pasearse gener. c. dat. ἀλέκτωρ ἐμπεριπατῶν θηλείαις εὔψυχος LXX Pr.30.31, μέσοις τοῖς ἁγίοις I.BI 4.183, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ paseando al mismo tiempo por la sala Luc.Symp.13, τῷ κόσμῳ Manes 107.12
•caminar, andar c. dat. instrum. χρυσοὺς ἐμβάτας, οἷς μόλις ἄν τις ... ἐμπεριπατήσειεν Luc.Ind.6
•fig. en cont. de lengua divagar περὶ τούτου Tz.Comm.Ar.3.972.5.
2 deambular, vagar de aquí para allá c. ac. int. ἐ. διαύλους τινάς Ach.Tat.1.6.6
•c. prep. y dat. ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν deambularé, e.e., habitaré entre vosotros LXX Le.26.12, cf. 2Ep.Cor.6.16
•fig. ταῖς διανοίαις Ph.1.643, cf. 274.
3 patear sobre, fig. c. dat. de pers. fustigar, machacar τῷ Βίαντι Plu.2.57a.
II tr.
1 recorrer, pasear por ἐμπεριπατήσας τὴν ὑπ' οὐρανόν (γῆν) πάρειμι LXX Ib.1.7.
2 pisar, pisotear las hojas del glasto PHolm.109
•fig. pisotear, anular ἐμπεριπατήσας (Χριστός) τὴν ἀντικειμένην ἅπασαν δύναμιν habiendo pisoteado (Cristo) toda fuerza antagónica Eus.DE 9.7 (p.419).
English (Strong)
from ἐν and περιπατέω; to perambulate on a place, i.e. (figuratively) to be occupied among persons: walk in.
English (Thayer)
(T WH ἐνπεριπατέω, see ἐν, III:3), ἐμπεριπάτω: future ἐμπεριπατήσω; to go about in, walk in: ἐν τισί, among persons, Philo, Plutarch), Lucian, Achilles Tatius, others.)
Greek Monotonic
ἐμπεριπᾰτέω: μέλ. -ήσω (ἐν), περπατώ, περιπλανιέμαι ανάμεσα, σε Λουκ.· απόλ., κάνω περίπατο, σουλατσάρω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεριπᾰτέω: 1) прохаживаться, прогуливаться (χρυσοῖς ἐμβάταις Luc.; ἔν τισιν NT);
2) перен. (насчет кого-л.) прохаживаться, высмеивать (τινι Plut.).
Middle Liddell
fut. ήσω [ἐν]
to walk about in, Luc.:— absol. to walk about, Luc.