εὔκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(2b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔκοπος:''' удобоисполнимый, нетрудный (τὸ μὲν [[ἀδύνατον]], τὸ δ᾽ εὔκοπον Polyb.).
|elrutext='''εὔκοπος:''' удобоисполнимый, нетрудный (τὸ μὲν [[ἀδύνατον]], τὸ δ᾽ εὔκοπον Polyb.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-κοπος, ον<br />with [[easy]] [[labour]], [[easy]], εὐκοπώτερόν [ἐστι], c. inf., NTest.
}}
}}

Revision as of 22:41, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκοπος Medium diacritics: εὔκοπος Low diacritics: εύκοπος Capitals: ΕΥΚΟΠΟΣ
Transliteration A: eúkopos Transliteration B: eukopos Transliteration C: eykopos Beta Code: eu)/kopos

English (LSJ)

ον,

   A easy, Plb.18.18.2: mostly in Comp., -ωτέρα σκευασία Dsc.1.39; -ώτερόν [ἐστι] c. inf., Ev.Matt.9.5, 19.24, etc. Adv. -πως Hp.Epid.2.6.31, Ar.Fr.783, D.S.3.24, Ph.Bel.56.16: Comp. -ώτερον Antip.Stoic.3.256.

German (Pape)

[Seite 1075] ohne Mühe, leicht zu thun, dem ἀδύνατον entgeggstzt, Pol. 18, 1, 2; so auch adv. εὐκόπως, Ar. bei Poll. 9, 162; εὐκοπώτερον, Antip. Stob. fl. 67, 25 E. Mit εὐκόλως verwechselt, D. Sic. 3, 24. 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκοπος: -ον, μὲ ὀλίγον κόπον, εὔκολος, Πολύβ. 18. 1, 2· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ. εὐκοπώτερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 5, ιθ΄, 24, κτλ. - Ἐπίρρ. -πως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 615: Συγκρ. Ἐπίρρ. -ώτερον, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à travailler, facile.
Étymologie: εὖ, κόπος.

English (Thayer)

εὔκοπον (εὖ and κόπος), that can be done with easy labor; easy: Polybius, et al.; εὐκοπώτερον ἐστι — followed by an infinitive, Luke 18:25.

Greek Monolingual

εὔκοπος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῡτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.).
επίρρ...
εὐκόπως (ΑΜ)
το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ)
εύκολα, με ευκολία
το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόπος (< κόπτω). Η σημασία «βάσανο, κούραση» είναι αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική ενέργεια].

Greek Monotonic

εὔκοπος: -ον, αυτός που δεν απαιτεί μεγάλο κόπο, εύκολος, εὐκοπώτερόν (ἐστι), με απαρ., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

εὔκοπος: удобоисполнимый, нетрудный (τὸ μὲν ἀδύνατον, τὸ δ᾽ εὔκοπον Polyb.).

Middle Liddell

εὔ-κοπος, ον
with easy labour, easy, εὐκοπώτερόν [ἐστι], c. inf., NTest.