εὐκατάλυτος: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐκατάλῠτος:''' легко разрушаемый, без труда устранимый (ἡ Λακεδαιμονίων [[πλεονεξία]] Xen.). | |elrutext='''εὐκατάλῠτος:''' легко разрушаемый, без труда устранимый (ἡ Λακεδαιμονίων [[πλεονεξία]] Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-κατάλῠτος, ον [[καταλύω]]<br />[[easy]] to [[overthrow]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A easy to overthrow, X. HG3.5.15 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1073] leicht aufzulösen, zu vernichten, Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen. Hell. 3, 5, 14, im compar.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάλῠτος: -ον, εὐκόλως καταλυόμενος, καταστρεφόμενος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à dissoudre, à détruire;
Cp. εὐκαταλυτώτερος.
Étymologie: εὖ, καταλύω.
Greek Monolingual
εὐκατάλυτος, -ον (Α)
αυτός που καταλύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, δυσ-κατά-λυτος].
Greek Monotonic
εὐκατάλῠτος: -ον (καταλύω), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐκατάλῠτος: легко разрушаемый, без труда устранимый (ἡ Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen.).