θέρμινος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θέρμῐνος:''' лупиновый ([[πανοπλία]] Luc.). | |elrutext='''θέρμῐνος:''' лупиновый ([[πανοπλία]] Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θέρμῐνος, η, ον<br />of lupines (θέρμοσ), Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 9 January 2019
English (LSJ)
η, ον, (θέρμος)
A of lupines, ἄλευρα Dsc.2.110; πανοπλία Luc.VH1.27.
German (Pape)
[Seite 1201] von Feigbohnen; Diosc.; Luc. Ver. Hist, 1. 1, 27.
Greek (Liddell-Scott)
θέρμῐνος: -η, -ον, (θέρμος) ἐκ θέρμων (κοιν. ἀπὸ λούπινα), Διοσκ. 2. 135, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 27.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de lupin.
Étymologie: θέρμος.
Greek Monolingual
θέρμινος, -ίνη, -ον (Α) θέρμος (I)]
αυτός που κατασκευάζεται από λούπινα («θέρμινα ἄλευρα»).
Greek Monotonic
θέρμῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί από λούπινα (θέρμος), σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θέρμῐνος: лупиновый (πανοπλία Luc.).
Middle Liddell
θέρμῐνος, η, ον
of lupines (θέρμοσ), Luc.