ἰχθυολύμης: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰχθυολύμης:''' ου (λῡ) ὁ шутл. рыбья пагуба, ненасытный рыбоед, обжора Arph.
|elrutext='''ἰχθυολύμης:''' ου (λῡ) ὁ шутл. рыбья пагуба, ненасытный рыбоед, обжора Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰχθυο-λ¯ύμης, ου, [[λύμη]]<br />[[plague]] of [[fish]], of a fisheater, Ar.
}}
}}

Revision as of 23:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠολύμης Medium diacritics: ἰχθυολύμης Low diacritics: ιχθυολύμης Capitals: ΙΧΘΥΟΛΥΜΗΣ
Transliteration A: ichthyolýmēs Transliteration B: ichthyolymēs Transliteration C: ichthyolymis Beta Code: i)xquolu/mhs

English (LSJ)

[λῡ], ου, ὁ,

   A plague of fish, Com. epith. of a fish-eater, Ar.Pax 814.

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, Fischpest, komisch von einem gewaltigen Fischesser, Ar. Pax 800; vgl. B. A. 43, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυολύμης: λῡ, ου, ὁ, ὁ λυμαινόμενος τοὺς ἰχθῦς, καταστροφεὺς αὐτῶν, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν Ἀθηναίων ὡς ἀγαπώντων καθ’ ὑπερβολὴν ἐδέσματα ἐξ ἰχθύων, τὸ τοῦ Ὁρατίου pernicies macelli, Ἀριστοφ. Εἰρ. 814.

French (Bailly abrégé)

ους (ὁ) :
fléau des poissons.
Étymologie: ἰχθύς, λύμη.

Greek Monolingual

ἰχθυολύμης, ὁ (Α)
(ως κωμ. επίθ. τών Αθηναίων που αγαπούσαν υπερβολικά τα ψάρια) καταστροφέας τών ψαριών («μιαροί,...,ἰχθυολῡμαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + λυμαίνομαι «τροποποιώ, καταστρέφω» (πρβλ. δικο-λύμης)].

Greek Monotonic

ἰχθυολύμης: [λῡ], -ου, ὁ (λύμη), αυτός που λυμαίνεται, καταστρέφει τα ψάρια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυολύμης: ου (λῡ) ὁ шутл. рыбья пагуба, ненасытный рыбоед, обжора Arph.

Middle Liddell

ἰχθυο-λ¯ύμης, ου, λύμη
plague of fish, of a fisheater, Ar.