κατάλαλος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάλᾰλος:''' ὁ клеветник NT. | |elrutext='''κατάλᾰλος:''' ὁ клеветник NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κατά]]-λᾰλος, ὁ,<br />a [[slanderer]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A slanderer, Ep. Rom.1.30, POxy.1828r.3.
German (Pape)
[Seite 1358] der Einem Böses nachredet, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλᾰλος: ὁ, ὁ συκοφάντης, ὁ ἐναντίον τινὸς ὁμιλῶν, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
médisant, calomniateur.
Étymologie: κατά, λαλέω.
English (Strong)
from κατά and the base of λαλέω; talkative against, i.e. a slanderer: backbiter.
English (Thayer)
καταλαλου, ὁ, a defamer, evil speaker (A. V. back-biters): Hermas, sim. 6,5, 5 [ET]; also as adjective 8,7, 2 [ET]; 9,26, 7 [ET]).)
Greek Monolingual
κατάλαλος, ὁ (Α) καταλαλώ
αυτός που κατηγορεί, ο συκοφάντης.
Greek Monotonic
κατάλᾰλος: ὁ, συκοφάντης, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάλαλος -ου, ὁ [κατά, λάλος] kwaadspreker.
Russian (Dvoretsky)
κατάλᾰλος: ὁ клеветник NT.