καταφρονητής: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(2b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταφρονητής:''' οῦ ὁ презиратель Plut., NT.
|elrutext='''καταφρονητής:''' οῦ ὁ презиратель Plut., NT.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταφρονητής]], οῦ, [from [[καταφρονέω]]<br />a [[despiser]], Plut.
}}
}}

Revision as of 00:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφρονητής Medium diacritics: καταφρονητής Low diacritics: καταφρονητής Capitals: ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΤΗΣ
Transliteration A: kataphronētḗs Transliteration B: kataphronētēs Transliteration C: katafronitis Beta Code: katafronhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A despiser, νόμων Arr.Epict.4.7.33; θανάτου Plu.Brut.12; πλούτου J.BJ2.8.3: abs., LXX Hb.1.5, Ze.3.4, Vett.Val.47.33.

Greek (Liddell-Scott)

καταφρονητής: -οῦ, ὁ, ὁ καταφρονῶν, ἀντίθ, τῷ θαυμαστής, Πλουτ. Βροῦτ. 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 3· εὐλαβεῖς καὶ μὴ καταφρονητὰς τοὺς υἱοὺς ποιήσατε Νείλ. Ἐπιστολ. σ. 267.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui méprise, contempteur de, gén..
Étymologie: καταφρονέω.

English (Thayer)

καταφρονητου, ὁ (καταφρονέω), a despiser: Philo, leg. ad Gaium § 41; Josephus, Antiquities 6,14, 4; b. j. 2,8, 3; Plutarch, Brut. 12, and in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

και καταφρονετής, ό, θηλ. καταφρονήτρια (AM καταφρονητής) καταφρονώ
αυτός που καταφρονεί, που περιφρονεί
μσν.
ασεβής.

Greek Monotonic

καταφρονητής: -οῦ, ὁ, αυτός που περιφρονεί, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφρονητής -οῦ, ὁ [καταφρονέω] minachter:. θανάτου van de dood Plut. Br. 12.1.

Russian (Dvoretsky)

καταφρονητής: οῦ ὁ презиратель Plut., NT.

Middle Liddell

καταφρονητής, οῦ, [from καταφρονέω
a despiser, Plut.