πορθήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πορθήτωρ -ορος, ὁ zie πορθητής. | |elnltext=πορθήτωρ -ορος, ὁ zie πορθητής. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πορθήτωρ]], ορος, ὁ, = [[πορθητής]], Aesch.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = πορθητής, A.Ag.907, Ch.974.
German (Pape)
[Seite 683] ορος, ὁ, poet. = πορθητής; Ἰλίου, Aesch. Ag. 881; δωμάτων, Ch. 968.
Greek (Liddell-Scott)
πορθήτωρ: -ορος, ὁ, = πορθητής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 907, Χο. 974.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
dévastateur.
Étymologie: πορθέω.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
πορθητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. νική-τωρ, ποθή-τωρ)].
Greek Monotonic
πορθήτωρ: -ορος, ὁ, πορθητής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πορθήτωρ: ορος ὁ Aesch. = πορθητής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορθήτωρ -ορος, ὁ zie πορθητής.