πρεών: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πρεών:''' όνος ὁ Anth. = [[πρηών]]. | |elrutext='''πρεών:''' όνος ὁ Anth. = [[πρηών]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρεών]], όνος, ὁ, [poetic for [[πρών]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 10 January 2019
English (LSJ)
A v. πρών.
German (Pape)
[Seite 699] ὁ, = πρηών, Crinag. 7 (VI, 253), σκολιοῦ τοῦδε κατὰ πρεόνος.
Greek (Liddell-Scott)
πρεών: -όνος, ὁ, = πρών, τοῦδε, κατὰ πρεόνος Ἀνθ. Π. 6. 253.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
c. πρηών.
Étymologie: épq. c. πρών.
Greek Monolingual
-όνος, ό, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πρών.
Greek Monotonic
πρεών: -όνος, ὁ, ποιητ. αντί πρών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πρεών: όνος ὁ Anth. = πρηών.