σάμβαλον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σάμβᾰλον:''' τό эол. [[Sappho]], Anth. = [[σάνδαλον]]. | |elrutext='''σάμβᾰλον:''' τό эол. [[Sappho]], Anth. = [[σάνδαλον]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σάμβᾰλον, ου, τό, [aeolic for [[σάνδαλον]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:50, 10 January 2019
English (LSJ)
σαμβαλίσκος,
A v. σάνδαλον, σανδαλίσκος.
German (Pape)
[Seite 860] τό, äol. statt σάνδαλον, Sappho 38; σάμβαλα κοῦφα βαλεῖν, Diotim. 2 (VI, 267), d. i. leicht die Füße setzen.
Greek (Liddell-Scott)
σάμβᾰλον: σαμβᾰλίσκος, ἴδε ἐν λέξ. σάνδαλον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. σάνδαλον.
Greek Monotonic
σάμβᾰλον: τό, Αιολ. αντί σάνδαλον, σανδάλι, πέδιλο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σάμβᾰλον: τό эол. Sappho, Anth. = σάνδαλον.
Middle Liddell
σάμβᾰλον, ου, τό, [aeolic for σάνδαλον, Anth.]