ῥιγηλός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
m (Text replacement - "" to "·")
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥῑγηλός:''' бросающий в холод, страшный (ὀϊστοί Hes.).
|elrutext='''ῥῑγηλός:''' бросающий в холод, страшный (ὀϊστοί Hes.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥῑγηλός, ή, όν<br />[[making]] to [[shiver]], chilling, Hes.
}}
}}

Revision as of 00:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγηλός Medium diacritics: ῥιγηλός Low diacritics: ριγηλός Capitals: ΡΙΓΗΛΟΣ
Transliteration A: rhigēlós Transliteration B: rhigēlos Transliteration C: rigilos Beta Code: r(ighlo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A making to shudder, terrible, ὀϊστοί Hes.Sc.131; ὑλαγμός Nic.Al.220; ὄνειδος AP7.351 (Diosc.); ἀγών Nonn.D.37.149; ῥ. ναύταις ἐρίφων δύσις AP7.640 (Antip.).    2 of persons, susceptible to cold, Anon. ap. Suid. Adv. -λῶς Poll.5.111.

German (Pape)

[Seite 842] frostig, schaurig, Schauder, Schrecken verursachend; ὀϊστοί, Hes. Sc. 131; ὑλαγμός, Nic. Al. 220; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑγηλός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ῥῖγος, φρίκην, ὀϊστοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 131· οὕτως ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 220, κτλ.˙ ἐπὶ προσώπων, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. -Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 111.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait frissonner, terrible.
Étymologie: ῥῖγος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥιγηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης
μσν.-αρχ.
αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
ῥιγηλῶς Α
με ρίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. -ηλός (πρβλ. σφριγ-ηλός)].

Greek Monotonic

ῥῑγηλός: -ή, -όν, αυτός που προξενεί ρίγος, που προκαλεί τρεμούλα, φρίκη, τσουχτερός, παγερός, διαπεραστικός, ανατριχιαστικός, φρικτός, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑγηλός: бросающий в холод, страшный (ὀϊστοί Hes.).

Middle Liddell

ῥῑγηλός, ή, όν
making to shiver, chilling, Hes.