σκευοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκευοποιός -οῦ, ὁ [σκεῦος, ποιέω] requisietenmaker.
|elnltext=σκευοποιός -οῦ, ὁ [σκεῦος, ποιέω] requisietenmaker.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκευο-[[ποιός]], οῦ, ὁ, [[ποιέω]]<br />a [[maker]] of masks and [[other]] [[stage]]-properties, Ar.
}}
}}

Revision as of 01:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευοποιός Medium diacritics: σκευοποιός Low diacritics: σκευοποιός Capitals: ΣΚΕΥΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: skeuopoiós Transliteration B: skeuopoios Transliteration C: skevopoios Beta Code: skeuopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of masks and other stage-properties, Ar.Eq.232, Arist.Po.1450b20, OGI51.66 (Ptolemais, iii B.C.), Plu.2.1123c, Ath.14.621e.

German (Pape)

[Seite 894] Geräthschaften, Rüstungen, Waffen bereitend, verfertigend, bes. Masken, Anzüge u. andere Theatererfordernisse verfertigend, Ar. Equ. 232 (wie das spätere προσωποποιός, vgl. Poll. 2, 47); ἢ πλάστης θαυμάτων, Plut. adv. Colot. 28.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων προσωπίδας καὶ ἄλλα τοιαῦτα σκηνικὰ σκεύη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 232, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 6, 28, Ἀθήν. 621Ε, Πλούτ. 2. 1123C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ τὰ πρόσωπα ποιοῦντες».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui fabrique des meubles, particul. des costumes, des objets de théâtre.
Étymologie: σκεῦος, ποιέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει προσωπεία, είδη του θεατρικού ενδυματολογίου και άλλα παρεμφερή σκηνικά αντικείμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + -ποιός].

Greek Monotonic

σκευοποιός: ὁ (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει θεατρικές προσωπίδες καθώς και τον υπόλοιπο θεατρικό εξοπλισμό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκευοποιός: ὁ театральный мастер, декоратор Arph., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευοποιός -οῦ, ὁ [σκεῦος, ποιέω] requisietenmaker.

Middle Liddell

σκευο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
a maker of masks and other stage-properties, Ar.