στερρόγυιος: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στερρόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που έχει [[δυνατά]], εύρωστα [[μέλη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''στερρόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που έχει [[δυνατά]], εύρωστα [[μέλη]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στερρό-γυιος, ον, [[γυῖον]]<br />with [[strong]] limbs, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with strong limbs, APl.4.52 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
στερρόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, εὔρωστα, Ἀνθ. Πλαν. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres robustes.
Étymologie: στερρός, γυῖον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. οβριμό-γυιος].
Greek Monotonic
στερρόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει δυνατά, εύρωστα μέλη, σε Ανθ.