στακτός: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στακτός:''' [adj. verb. к [[στάζω]] струящийся по каплям, капающий ([[μύρον]] Arph.; χυλοί Plat.). | |elrutext='''στακτός:''' [adj. verb. к [[στάζω]] струящийся по каплям, капающий ([[μύρον]] Arph.; χυλοί Plat.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στακτός]], ή, όν [[στάζω]]<br />oozing out in drops, trickling, dropping, distilling, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A oozing out in drops, trickling, distilling, μύρα Ar.Pl.529; σμύρνη Hp. Ulc.12, cf. Thphr.HP9.4.10, Od.29, Edict.Diocl.Delph.22; χυλοί Pl. Criti.115a; σ. ἔλαιον oil that runs off without pressing, virgin-oil, Gp. 7.12.20; σ. ἅλμη brine, ib.20.46.5; σ. κονία lime-water, ib.6.7.1 (but = lye from wood-ashes in Gal.13.569). 2 στακτά, τά, perh. filtering vessels, Ath.Med. ap. Orib.5.5.1.
German (Pape)
[Seite 928] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; μύρον, Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; ἔλαιον, das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch στακτή.
Greek (Liddell-Scott)
στακτός: -ή, -όν, (στάζω) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, μύρον Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν ἔλαιον, τὸ ἐκρέον ἄνευ μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον ἔλαιον καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ στακτή, Γεωπ. 7. 12, 20· στ. ἅλμη αὐτόθι 20. 46, 5· στ. κονία, «ἀσβεστόνερον», αὐτόθι 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, ἴσως ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui coule goutte à goutte.
Étymologie: στάζω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΝΜΑ στάζω
νεοελλ.
φρ. «στακτό κόμμι»
χημ. κόμμι που προέρχεται από ένα είδος γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως υδρόχρωμα και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό
μσν.-αρχ.
1. αυτός που εκρέει αργά, σταγόνα σταγόνα (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῑς», Αριστοφ.
β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν στακτή, ἡ δὲ πλαστή», Θεόφρ.)
2. (για λάδι) αυτό που εκρέει μόνο του, χωρίς μηχανική πίεση
3. φρ. «στακτὴ κονία» — η στακτή, η αλισίβα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ στακτά
αγγεία κατάλληλα για διήθηση.
Greek Monotonic
στακτός: -ή, -όν (στάζω), αυτός που ρέει αργά σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, ρευστός, αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στακτός -ή -όν [στάζω] gedruppeld:. μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς parfumeren met druppels parfum Aristoph. Pl. 529; ἡ στακτή σμύρνη gomhars die uit de mirre-boom gedruppeld is: mirre-olie Hp.
Russian (Dvoretsky)
στακτός: [adj. verb. к στάζω струящийся по каплям, капающий (μύρον Arph.; χυλοί Plat.).
Middle Liddell
στακτός, ή, όν στάζω
oozing out in drops, trickling, dropping, distilling, Ar.