ταχύβουλος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰχύβουλος:''' скорый на решения, т. е. быстро меняющий их, переменчивый (Ἀθηναῖοι Arph.). | |elrutext='''τᾰχύβουλος:''' скорый на решения, т. е. быстро меняющий их, переменчивый (Ἀθηναῖοι Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τᾰχύ-βουλος, ον, [[βουλή]]<br />[[hasty]] in [[counsel]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hasty in counsel, opp. μετάβουλος, perh. with allusion to the votes respecting Mytilene (Th.3.36), Ar.Ach.630; cf. Max.76.
German (Pape)
[Seite 1076] von schnellem Entschluß, den Entschluß schnell ändernd, Ἀθηναῖοι, Ar. Ach. 605.
Greek (Liddell-Scott)
ταχύβουλος: -ον, ὁ ταχέως βουλευόμενος ἢ ἀποφασίζων, ἀντίθετον τῷ μετάβουλος, ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Μυτιλήνης ἀπόφασιν (Θουκ. 3. 36), Ἀριστοφ. Ἀχ. 630, πρβλ. Μάξιμ. π. καταρχ. 76.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux résolutions précipitées, qui change promptement de résolution.
Étymologie: ταχύς, βουλή.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αποφασίζει γρήγορα («διαβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἐν Ἀθηναίοις ταχυβούλοις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό-βουλος].
Greek Monotonic
τᾰχύβουλος: -ον (βουλή), γρήγορος στη γνώμη, αυτός που αποφασίζει γρήγορα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύβουλος: скорый на решения, т. е. быстро меняющий их, переменчивый (Ἀθηναῖοι Arph.).