ὑετός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(4b)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑετός:''' (только superl. [[ὑετώτατος]], v. l. ὑετιώτατος и ὑετωδέστατος) дождливый: ἄνεμοι ὑετώτατοι Her. ветры с сильнейшими ливнями.<br /><b class="num">I</b> (ῡ, но ῠ в gen. ὑετοῖο) ὁ [ὕω] проливной дождь, ливень Hom., Hes., Xen., Arst.
|elrutext='''ὑετός:''' (только superl. [[ὑετώτατος]], v. l. ὑετιώτατος и ὑετωδέστατος) дождливый: ἄνεμοι ὑετώτατοι Her. ветры с сильнейшими ливнями.<br /><b class="num">I</b> (ῡ, но ῠ в gen. ὑετοῖο) ὁ [ὕω] проливной дождь, ливень Hom., Hes., Xen., Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑ¯ετός, οῦ, ὁ, [ὕω]<br /><b class="num">I.</b> [[rain]], Lat. [[pluvius]], Il., Hes., Ar.:— esp. a [[heavy]] [[shower]], Lat. [[nimbus]], [[whereas]] [[ὄμβρος]], Lat. [[imber]], is a [[lasting]] [[rain]], and [[ψεκάς]] or [[ψακάς]] a drizzling [[rain]], Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> as adj. in Sup. ἄνεμοι ὑετώτατοι the rainiest winds, Hdt.
}}
}}

Revision as of 02:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑετός Medium diacritics: ὑετός Low diacritics: υετός Capitals: ΥΕΤΟΣ
Transliteration A: hyetós Transliteration B: hyetos Transliteration C: yetos Beta Code: u(eto/s

English (LSJ)

[ῡ], ὁ, (

   A ὕὠ rain, Il.12.133, Hes.Op.545; ποιεῖν ὑετόν Ar.V.263 (lyr.); esp. a heavy shower (whereas ὄμβρος is continuous rain, ψεκάς or ψακάς drizzle), Antipho5.22, X.Cyn.5.4, Arist. Mete.347a12, Mu.394a31, Chrysipp.Stoic.2.203: pl., rains, Diog. Apoll.3, Arist.PA653a4.    II as Adj. in Sup., ἄνεμοι ὑετώτατοι the rainiest winds, Hdt.2.25 (where θυετιώτατοι cod. D., ὑετιώτατοι Hude). [ῡ Hom., Hes., Att.; later ῠ in ῠετοῖο Nic.Th.273.]

German (Pape)

[Seite 1175] ὁ, der Regen; Il. 12, 133; Hes. O. 547; Ar. Vesp. 263; ἀνέμων καὶ ὑετῶν γιγνομένων, Plat. Epin. 979 a; bes. Platzregen, mehr als ὄμβρος, Arist. mund. 4 u. meteorol. 1, 9. – Adject., ἄνεμοι ὑετώτατοι, Her. 2, 25, die regenhaftesten Winde, wo Buttmann ὑετιώτατοι schreiben wollte. – [Im gen. ὑετοῖο ist des Verses wegen υ kurz gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

ὑετός: [ῡ], ὁ· (ὕω)· - βροχή, Λατ. pluvius, Ἰλ. Μ. 133, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 543· ποιεῖ ὑετὸν Ἀριστοφ. Σφ. 263· - μάλιστα ῥαγδαία βροχή, Λατ. nimbus, ἐν ᾧ ὄμβρος, Λατ. imber, εἶναι διαρκὴς βροχή, καὶ ψεκὰς ἢ ψακὰς ἡ κατὰ μικρὰς σταγόνας πίπτουσα, «ψιχάλα», Ξεν. Κυν. 5, 4. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 6, πρβλ. Ἀντιφῶντα 132. 8· πληθ., βροχαί, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 12. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἐν τῷ ὑπερθετ., ἄνεμοι ὑετώτατοι, οἱ βροχερώτατοι ἄνεμοι, Ἡρόδ. 2. 25, - ἔνθατύπος ὑετιώτατοι θὰ ἦτο ὁ κανονικώτερος. [Ἐν τῇ Ἐπικ. γεν. ὑετοῖο, τὸ υ βραχύνεται διὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
forte pluie, pluie continue.
Étymologie: ὕω.

English (Autenrieth)

(ὕω): shower, Il. 12.133†.

English (Strong)

from a primary huo (to rain); rain, especially a shower: rain.

English (Thayer)

ὑετοῦ, ὁ (ὕω to rain), from Homer down, the Sept. for גֶּשֶׁם and מָטָר, rain: L T Tr WH omit ὑετόν; on this passive see ὄψιμος and πρώϊμος); ibid. 18; Revelation 11:6.

Greek Monolingual

ο / ὑετός, ΝΜΑ
η βροχή
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) το σύνολο τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, εκτός τών νεφών
2. φρ. «ημέρα υετού»
(μετεωρ.) ημέρα κατά την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού
αρχ.
(κυρίως) ραγδαία, ορμητική και συνεχής βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕω / ὕει «βρέχει» + επίθημα -ετός (πρβλ. νιφ-ετός, παγ-ετός)].

Greek Monotonic

ὑετός: [ῡ], ὁ (ὕω),
I. βροχή, Λατ. pluvius, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αριστοφ.· ιδίως, καταρρακτώδης, διαρκής, συνεχόμενη βροχή, Λατ. nimbus, σε αντίθ. προς το ὄμβρος, Λατ. imber, και ψεκάς ή ψακάς, ψιλόβροχο, σε Ξεν. κ.λπ.
II. ως επίθ. σε υπερθ. ἄνεμοι ὑετώτατοι, οι πιο βροχεροί άνεμοι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑετός: (только superl. ὑετώτατος, v. l. ὑετιώτατος и ὑετωδέστατος) дождливый: ἄνεμοι ὑετώτατοι Her. ветры с сильнейшими ливнями.
I (ῡ, но ῠ в gen. ὑετοῖο) ὁ [ὕω] проливной дождь, ливень Hom., Hes., Xen., Arst.

Middle Liddell

ὑ¯ετός, οῦ, ὁ, [ὕω]
I. rain, Lat. pluvius, Il., Hes., Ar.:— esp. a heavy shower, Lat. nimbus, whereas ὄμβρος, Lat. imber, is a lasting rain, and ψεκάς or ψακάς a drizzling rain, Xen., etc.
II. as adj. in Sup. ἄνεμοι ὑετώτατοι the rainiest winds, Hdt.