σώρευμα: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σώρευμα -ατος, τό [σωρεύω] stapel, hoop.
|elnltext=σώρευμα -ατος, τό [σωρεύω] stapel, hoop.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σώρευμα]], ατος, τό,<br />a [[heap]], [[pile]], Xen. [from [[σωρεύω]]
}}
}}

Revision as of 02:08, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σώρευμα Medium diacritics: σώρευμα Low diacritics: σώρευμα Capitals: ΣΩΡΕΥΜΑ
Transliteration A: sṓreuma Transliteration B: sōreuma Transliteration C: sorevma Beta Code: sw/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A heap, pile, X Cyr.7.1.32, Eub.47.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, das Angehäufte, der Hause; Xen. Cyr. 7, 1, 32; Ath. XII, 540 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σώρευμα: τό, σωρός, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32, Εὔβουλος ἐν «Κατακολλωμένω» 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
amas, monceau.
Étymologie: σωρεύω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σωρεύω
μσν.
συσσώρευση, συγκέντρωση, συνάθροιση
αρχ.
σωρός, σωρεία («ὑπὸ τῶν παντοδαπῶν σωρευμάτων ἐξαλλομένων τῶν τροχῶν», Ξεν.).

Greek Monotonic

σώρευμα: -ατος, τό, σωρός, σωρεία, πληθώρα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σώρευμα: ατος τό куча, груда Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σώρευμα -ατος, τό [σωρεύω] stapel, hoop.

Middle Liddell

σώρευμα, ατος, τό,
a heap, pile, Xen. [from σωρεύω