ὑπερμεγέθης: Difference between revisions

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερμεγέθης:''' ион. [[ὑπερμεγάθης]] 2 непомерно большой, огромный, громадный (λίθοι Hom.; [[ἔργον]] Xen.; [[ψεῦδος]] Dem.; τὰ ὀστρακόδερμα Arst.).
|elrutext='''ὑπερμεγέθης:''' ион. [[ὑπερμεγάθης]] 2 непомерно большой, огромный, громадный (λίθοι Hom.; [[ἔργον]] Xen.; [[ψεῦδος]] Dem.; τὰ ὀστρακόδερμα Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερ-μεγέθης, ιονιξ -άθης, ες = [[ὑπέρμεγας]], Hdt., Dem.]
}}
}}

Revision as of 02:09, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερμεγέθης Medium diacritics: ὑπερμεγέθης Low diacritics: υπερμεγέθης Capitals: ΥΠΕΡΜΕΓΕΘΗΣ
Transliteration A: hypermegéthēs Transliteration B: hypermegethēs Transliteration C: ypermegethis Beta Code: u(permege/qhs

English (LSJ)

Ion. ὑπερμεγάθης [ᾰ], ες,

   A = ὑπέρμεγας, [λίθοι], ὄφιες, κέρεα, Hdt.2.175, 4.191, 7.126; κυούμενον Sor.2.55; ἀδίκημα Aeschin.3.7; παρασκευάς Isoc.9.61; εὐεργεσίαι, ψεῦδος, D.18.316, 43.29; μηδὲν ὑ. τὴν πόλιν βλάψειν Id.23.190; ὑ. ἔργον exceedingly difficult, X.Cyr.1.6.8. Adv. -θως Ph. 1.103; κολάζεσθαι Phld.Ir.p.57 W.

German (Pape)

[Seite 1198] ες, = ὑπέρμεγας, ion. ὑπερμεγάθης, Her. 2, 175. 4, 191. 7, 126; Dem. u. Sp., wie Plut. Rom. 16; – übermäßig schwer, ἔργον Xen. Cyr. 1, 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμεγέθης: Ἰων. -άθης, ες, γεν. εος, = ὑπέρμεγας, λίθοι, ὄφιες, κέρεα Ἡρόδ. 2. 175., 4. 191, κ. ἀλλ.· ὑπερ. ἀδίκημα Αἰσχίν. 54. 31· εὐεργεσία, ψεῦδος Δημ. 330. 12., 1059 2· ὑπ. τι βλάπτειν τινὰ ὁ αὐτ. 684. 4· ὑπερμέγεθες ἔργον, ὑπερβαλλόντως δύσκολον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -θως, Φίλων 1. 103.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
d’une grandeur démesurée, énorme.
Étymologie: ὑπέρ, μέγεθος.

Greek Monolingual

υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α
αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος
αρχ.
(για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος.
επίρρ...
ὑπερμεγέθως ΜΑ
με υπερμεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μεγέθης (< μέγεθος / μέγαθος), πρβλ. μικρο-μεγέθης].

Greek Monotonic

ὑπερμεγέθης: Ιων. -άθης, -ες, γεν. -εος, = ὑπέρμεγας, σε Ηρόδ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερμεγέθης: ион. ὑπερμεγάθης 2 непомерно большой, огромный, громадный (λίθοι Hom.; ἔργον Xen.; ψεῦδος Dem.; τὰ ὀστρακόδερμα Arst.).

Middle Liddell

ὑπερ-μεγέθης, ιονιξ -άθης, ες = ὑπέρμεγας, Hdt., Dem.]