φιάλη: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(4b) |
(1b) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιάλη:''' (ᾰ) ἡ<b class="num">1)</b> сосуд для варки (φ. [[ἀπύρωτος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сосуд для питья, чаша (Pind., Her., Eur., Arph., Xen.; πίνειν ἐκ φιάλης Plat.);<br /><b class="num">3)</b> ковш (φιάλαις ἐκ τοῦ κρατῆρος ἀρυτόμενοι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> погребальный сосуд (τὰ ὀστέα ἐν [[φιάλη]] [[θεῖναι]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> поэт. чашеобразный щит (φ. [[Ἄρεως]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> архит. чашеобразное углубление, щиток (αἱ ὀροφαὶ καὶ θύραι χρυσαῖς φιάλαις λιθοκόλλητοι Diod.). | |elrutext='''φιάλη:''' (ᾰ) ἡ<b class="num">1)</b> сосуд для варки (φ. [[ἀπύρωτος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сосуд для питья, чаша (Pind., Her., Eur., Arph., Xen.; πίνειν ἐκ φιάλης Plat.);<br /><b class="num">3)</b> ковш (φιάλαις ἐκ τοῦ κρατῆρος ἀρυτόμενοι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> погребальный сосуд (τὰ ὀστέα ἐν [[φιάλη]] [[θεῖναι]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> поэт. чашеобразный щит (φ. [[Ἄρεως]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> архит. чашеобразное углубление, щиток (αἱ ὀροφαὶ καὶ θύραι χρυσαῖς φιάλαις λιθοκόλλητοι Diod.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φιά˘λη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> a [[broad]], [[flat]] [[vessel]], a [[bowl]], used to [[boil]] liquids in, Il.; used as a cinerary urn, Il.<br /><b class="num">2.</b> [[after]] Hom. a [[broad]], [[flat]] [[bowl]] for [[drinking]] or pouring libations, Lat. [[patera]], Hdt., [[attic]] [deriv. uncertain] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A bowl or pan used as a saucepan for boiling liquids, ἀμφίθετος φ. ἀπύρωτος Il.23.270; also used as a cinerary urn, [ὀστέα] ἐν χρυσεῃ φ. καὶ δίπλακι δημῷ θείομεν ib.243, cf. 253. 2 after Hom., broad, fiat bowl or saucer for drinking or pouring libations, φιάλας τε καὶ ἄλλα ἐκπώματα Hdt.9.80, cf. 2.151, 7.54; δωροφοροῦσιν . . φιάλας Ar.V.677 (anap.); οἰνοδόκον φ. χρυσῷ πεφρικυῖαν Pi.I.6 (5).40; ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φ. Id.N.10.43; of gold, Hdt.2.151, 7.54, Pi.I.1.20, Pl.Criti.120a (pl.), PCair.Zen.21.16 (iii B. C., s. v. l.), Apoc.5.8, etc.; ἔλαβε σύμβολον παρὰ βασιλέως τοῦ μεγάλου φ. χρυσῆν Lys.19.25; of silver, Pi.N.9.51, IG12.313.15, al., Lys.12.11, PCair.Zen.327.5, al. (iii B. C.); ἀργυρηλάτους χρυσέας τε φ. E.Ion 1182; φ. λυκιουργεῖς D.49.31; as a votive offering, Hdt.1.50, PTeb.6.27 (ii B. C.), etc.; πίνειν ἐκ φ. μεγάλης ἐπὶ δεξιά Pl.Smp.223c, cf. X.Smp. 2.23; φ. καρυωτή, v. καρυωτός 11. b used for unguents, ἄλλος δ' εὐῶδες μύρον ἐν φ. παρατείνει Xenoph.1.3; for administering medicines, IG42(1).122.125 (Epid., iv B. C.). c τὸ ἐκ φιάλης revenue, perh. from a collecting-bowl, IG11(2).161A116 (Delos, iii B. C.), cf. Inscr.Delos 442A156 (ii B. C.). II from its broad flat shape, φιάλη Ἄρεως metaph. for ἀσπίς, shield, cited from Tim. (Fr.22) by Antiph.112, cf. Anaxandr.80, Arist.Rh.1412b35. III ornament used in a coffered ceiling, Agatharch.102.—The form φιέλη was less Att., Moer.p.389 P.
German (Pape)
[Seite 1273] ἡ (gew. von πίνω abgeleitet, Ath. XI, 501 b), ein Geschirr mit breitem Boden, mehr Umfang als Tiefe habend, Schaale, bes. Trinkschaale; Il. 23, 270. 616; Pind. Ol. 7, 1; οἰνοδόκον χρυσῷ πεφρικυῖαν I. 5, 37; οἰνηραί N. 10, 43, u. öfter; Ar. Vesp. 677 Av. 975; ἀργυρήλατοι Eur. Ion 1182, πίνειν ἐκ φιάλης μεγάλης Plat. Conv. 223 c; Critia. 120 a; oft bei Her.; auch ein Gefäß, die Gebeine eines Todten aufzunehmen, Aschenkrug, Urne, Il. 23, 243. 253, was v. 91 σορός hieß. – Wegen der Aehnlichkeit Ἄρεος φιάλη = ἀσπίς, ein Schild, poet. bei Arist. rhet. 3, 11; vgl. Anaxandr. fr. inc. 22; auch ohne weitern Zusatz, Paus. 5, 8; – die vertiefte und ausgelegte Arbeit an der Decke, lacunar, tectum laqueatum, D. Sic. 3, 47. – Die Form φιέλη ist minder gut attisch, s. Moeris p. 390.
Greek (Liddell-Scott)
φιάλη: [ᾰ], ἡ, εὐρὺ καὶ ἀβαθὲς ἀγγεῖον, εἶδος λέβητος ἐν ᾧ ἐβράζοντο ὑγρά, φιάλη ἀπύρωτος, ἀμεταχείριστος, διδομένη ὡς βραβεῖον, Ἰλ. Ψ. 270· φ. ἀμφίθετος, ἴδε τὴν λέξ.· κοῖλον ἀγγεῖον χρησιμεῦον πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας νεκροῦ, αὐτόθι 243, 253· ― ἀγγεῖον μύρου, Ξενοφάν. (Ἐλεγ.) 1. 3. 2) μεθ’ Ὅμ., εὐρὺ καὶ ἀβαθὲς ποτήριον ἢ λεκάνιον πρὸς πόσιν ἢ πρὸς ἔκχυσιν σπονδῶν, Λατ. patera, φιάλας τε καὶ ἄλλα ἐκπώματα Ἡρόδ. 9. 80, πρβλ. 2. 151., 7. 54· οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν Πίνδ. 1. 6 (5), 40. Ν. 10. 80· ἐκ χρυσοῦ, Ἡρόδ. 2. 151., 7. 54, Πινδ. Ι. 1. 28, Πλάτ., κλπ.· ἐξ ἀργύρου, Πινδ. Ν. 9. 122, Λυσί. 121. 9, κλπ.· πλουσίως εἰργασμένη, Εὐρ. Ἴων 1182, Δημ. 1193, 12· διδομένη ὡς δῶρον, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσίας 154. 13, κλπ.· ὡς ἀνάθημα, Ἡρόδ. 1. 50· φ. μεγάλη Πλάτ. Συμπ. 223C· Ξεν. Συμπ. 2. 23· οὐδέποτε δὲ ὡς μέτρον, Buttm. Lexil. ἐν λ. ὑπερφίαλος 6. ΙΙ. ὡς ἐκ τοῦ εὐρέος καὶ ἀβαθοῦς σχήματος τοῦ ἀγγείου τούτου Ἄρεος φιάλη ἐκαλεῖτο κατὰ κωμικὴν μεταφορὰν ἡ ἀσπίς, εἰ τῇ δῆλος φιάλην Ἄρεος, κατὰ Τιμόθεον, ξυστόν τε βέλος Ἀντιφάνης ἐν «Καινεῖ» 1, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22, πρβλ. Ἀριστοτ. Ρητ. σ. 3, 11, 11. ΙΙΙ. κόσμημα κοῖλον ὀροφῆς, Λατ. Iacunar, tectum laqueatum, Διόδ. 3. 47, Ἀγάθαρχ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 65. ― Ὁ τύπος φιέλη ἦν ἧττον Ἀττ., Piers εἰς Μοῖριν 390. (Κατὰ τὸν M. Müller ἐκ τῆς √ΠΙ, πίνω, ὡς εἰ ὁ ἐν ἀρχῇ τύπος ἦν πιF-άλη, πρβλ. Σανσκρ. pâ-tram ἐκ τοῦ pâ (bibere)· ἀλλ’ ὁ Curt. παρατηρεῖ ὅτι παρ’ Ὁμ. ἡ λέξις οὐδαμοῦ σημαίνει ἀγγεῖον πρὸς πόσιν.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. vase, particul. :
1 pour faire bouillir un liquide;
2 phiale, sorte de coupe sans pied ni anse, utilisée en gén. dans les sacrifices, les libations;
3 urne funéraire;
II. p. anal. bouclier.
Étymologie: d’ord. rattaché à la R. Πι, boire.
English (Autenrieth)
wide, flaring bowl, saucer, or urn, Il. 23.243.
Spanish
English (Strong)
of uncertain affinity; a broad shallow cup ("phial"): vial.
English (Thayer)
φιαλης, ἡ, from Homer down, the Sept. for מִזְרָק, a broad, shallow bowl, deep saucer (Dict. of Antiq. under the word Patera; B. D. American edition under the word, Vial): Revelation 21:9.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α
νεοελλ.
1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια
2. φρ. α) «φιάλη αερίου»
τεχνολ. κινητό μεταλλικό δοχείο προοριζόμενο για την αποθήκευση και τη μεταφορά αερίων πεπιεσμένων, υγροποιημένων ή διαλυμένων, λ.χ. του βουτανίου, του προπανίου, του οξυγόνου ή του ακετυλενίου κ.ά., για οικιακή ή βιομηχανική χρήση
β) «μαγνητική φιάλη»
φυσ. μαγνητικό πεδίο κλειστού σχήματος το οποίο δεν επιτρέπει τη διαφυγή εκτός τών ορίων του του πλάσματος που είναι εγκλωβισμένο στο εσωτερικό του
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. υδροφόρος λεκάνη στο αίθριο ή, όταν δεν υπήρχε αίθριο, στον νάρθηκα αρχικά τών βασιλικών και κατόπιν τών βυζαντινών ναών, της οποίας το νερό χρησιμοποιούνταν για τους καθαρμούς τών πιστών που μετείχαν στις λατρευτικές συνάξεις, γεγονός που συμβόλιζε την ανάγκη της ψυχικής καθαρότητας την ώρα της προσευχής
μσν.
1. κρήνη με λεκάνη σε διάφορους χώρους για χρήση τών πολιτών
2. φρ. «ὁ ἐπὶ τῆς φιάλης»
(βυζ.) Βυζαντινός αξιωματούχος προερχόμενος από το πολεμικό ναυτικό της αυτοκρατορίας, στις διαταγές του οποίου υπάγονταν οι ἐλάται, οι ναύτες τών βασιλικών πλοίων
αρχ.
1. πλατύ και ρηχό αγγείο για το βράσιμο υγρών
2. είδος κοίλου αγγείου για την εναπόθεση τών οστών ή της τέφρας νεκρού («τὰ μὲν ἐν χρυσέῃ φιάλῃ καὶ δίπλακι δημῷ θείομεν», Ομ. Ιλ.)
3. μυροθήκη
4. ανοιχτό αγγείο με αβαθές στόμιο, χωρίς λαβές, που το χρησιμοποιούσαν για πόση στα συμπόσια αλλά, συνηθέστερα, στις λατρευτικές εκδηλώσεις για έκχυση σπονδών
5. κοίλο και σκαλιστό φάτνωμα οροφής («τὰς δ' ὀροφὰς καὶ θύρας χρυσαῑς φιάλαις λιθοκολλήτοις καὶ πυκναῑς διειληφότες», Διοδ.)
6. φρ. «Ἄρεως φιάλη»
μτφ. ασπίδα (Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με επίθημα -άλη (πρβλ. σκυτ-άλη) και εναλλαγή α/ε στο επίθημα (πρβλ. ὕαλος / ὕελος). Κατά μία άποψη, η λ. φιάλη έχει σχηματιστεί < πι-Fhaλᾱ < pi-swalā (< ΙΕ ρίζα swel- «καίω, σιγοκαίω», πρβλ. εἵλη «θέρμη του ήλιου»). Αλλά οι μυκην. τ. pia2ra = φιάλη και pijera3 = φιέλη αποτρέπουν την υπόθεση ενός εσωτερικού -F- ή -σF-, ενώ ενισχύουν την άποψη ότι πρόκειται για έναν δασύ φθόγγο (πρβλ. και μυκην. ijero = ἱερός). Συνεπώς, η λ. φιάλη μπορεί να αναχθεί σε έναν τ. φῑσαλᾱ ή πῑσαλᾱ με προληπτική δάσυνση του π. Ο τ. πισαλᾱ, ωστόσο, παραμένει δυσερμήνευτος, αφού τόσο η άποψη ότι έχει προέλθει < (ἐ)πί + ἑλεῖν, απρμφ. αορ. του αἱρῶ «πιάνω», όσο και η σύνδεση του με το θ. πῑ- του πίω «πίνω», δεν θεωρούνται πιθανές. Ίσως τελικά θα έπρεπε να θεωρηθεί ως τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνεια λ.].
Greek Monotonic
φῐάλη: [ᾰ], ἡ,
1. φαρδύ, πλατύ αγγείο που χρησιμοποιείται για βράσιμο υγρών, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται ως τεφροδόχη, στο ίδ.
2. μετά τον Όμηρ., αγγείο, πλατύ σκεύος για πόση ή για χύσιμο χοών, Λατ. patera, σε Ηρόδ., Αττ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
φιάλη: (ᾰ) ἡ1) сосуд для варки (φ. ἀπύρωτος Hom.);
2) сосуд для питья, чаша (Pind., Her., Eur., Arph., Xen.; πίνειν ἐκ φιάλης Plat.);
3) ковш (φιάλαις ἐκ τοῦ κρατῆρος ἀρυτόμενοι Plat.);
4) погребальный сосуд (τὰ ὀστέα ἐν φιάλη θεῖναι Hom.);
5) поэт. чашеобразный щит (φ. Ἄρεως Arst.);
6) архит. чашеобразное углубление, щиток (αἱ ὀροφαὶ καὶ θύραι χρυσαῖς φιάλαις λιθοκόλλητοι Diod.).
Middle Liddell
φιά˘λη, ἡ,
1. a broad, flat vessel, a bowl, used to boil liquids in, Il.; used as a cinerary urn, Il.
2. after Hom. a broad, flat bowl for drinking or pouring libations, Lat. patera, Hdt., attic [deriv. uncertain]