ὑστέρημα: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(4b) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑστέρημα:''' ατος τό недостаток, скудость, нужда NT. | |elrutext='''ὑστέρημα:''' ατος τό недостаток, скудость, нужда NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑστέρημα]], ατος, τό,<br />[[deficiency]], [[need]], [[want]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A shortcoming, deficiency, need, LXX Ps.33(34).10, Ev.Luc.21.4, Corp.Herm. 13.1, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑστέρημα: τὸ, ἔλλειψις, ἀνάγκη, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΓ΄, 10), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 4, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
manque, pénurie, indigence.
Étymologie: ὑστερέω.
English (Strong)
from ὑστερέω; a deficit; specially, poverty: that which is behind, (that which was) lack(-ing), penury, want.
English (Thayer)
ὑστερήματος, τό (ὑστερέω);
a. deficiency, that which is lacking: plural with a genitive of the thing whose deficiency is to be filled up, ἀνταναπληρόω, and θλῖψις under the end); τό ὑστέρημα with a genitive (or its equivalent) of the person, the absence of one, ὑμέτερον being taken objectively (Winer s Grammar, § 22,7; Buttmann, § 132,8); others take ὑμέτερον subjectively and render that which was lacking on your part); τό ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρός με λειτουργίας, your absence, owing to which something was lacking in the service conferred on me (by you), poverty, want, destitution: Judges 18:10, etc.; ecclesiastical writings).
Greek Monolingual
το / ὑστέρημα, -ήματος, ΝΜΑ ὑστερῶ
1. έλλειψη, έλλειμμα
2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῡ ὑστερήματος» — από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου
αρχ.
ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῡ, ὅτι οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῑς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).
Greek Monotonic
ὑστέρημα: -ατος, τό, έλλειμμα, ανάγκη, έλλειψη, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑστέρημα: ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.
Middle Liddell
ὑστέρημα, ατος, τό,
deficiency, need, want, NTest.