φυλακτέος: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(4b) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φῠλακτέος:''' adj. verb. к [[φυλάσσω]]. | |elrutext='''φῠλακτέος:''' adj. verb. к [[φυλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φυλακτέος]], η, ον, verb. adj. of [[φυλάσσω]]<br /><b class="num">I.</b> to be watched or kept, Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> φυλακτέον one must [[observe]], [[obey]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> (from Mid.) one must [[guard]] [[against]], τι Aesch., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:35, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A to be observed, πρόνοια τοῦ θεοῦ S.OC1180; (from Med.) to be guarded against, E.Andr.63. II φυλακτέον, one must observe, obey, ἀνάγκην Id.IT620; one must preserve, τὰ πρεσβεῖα Aristid.1.99J. 2 (from Med.) one must guard against, τι A.Th.499; ἡδονήν Arist.EN1109b7; φ. μή . . Pl.R.416a; ὅπως μή . . X.Oec.7.36, cf. Isoc.6.94: c. inf., τοῦτο πράττειν Porph.Abst. 2.31.
Greek (Liddell-Scott)
φυλακτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ φυλάσσειν, μή σοι πρόνοι’ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1180· ἅ σοι φυλακτέα Εὐρ. Ἀνδρ. 63. ΙΙ. φυλακτέον, δεῖ φυλάττειν, ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Αὐλ. 620. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), πρέπει τις νὰ προφυλαχθῇ ἀπό τινος ἢ ἐναντίον τινός, τι Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 499, Πλάτ., κλπ.· φ. μή... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416 Α· ὅπως μή... Ξεν. Οἰκ. 7, 36, πρβλ. Ἰσοκρ. 135C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de φυλάσσω.
Greek Monotonic
φυλακτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του φυλάσσω·
1. αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. φυλακτέον, αυτό που πρέπει να προσέχει κανείς ή να υπακούει, σε Ευρ.
2. (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί εναντίον κάποιου, τι, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φῠλακτέος: adj. verb. к φυλάσσω.
Middle Liddell
φυλακτέος, η, ον, verb. adj. of φυλάσσω
I. to be watched or kept, Soph., Eur.
II. φυλακτέον one must observe, obey, Eur.
2. (from Mid.) one must guard against, τι Aesch., Plat.