κροαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(2)
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{etym
{{etym
|etymtx=Meaning: [[push]], [[stamp]]<br />See also: s. [[κρούω]].
|etymtx=Meaning: [[push]], [[stamp]]<br />See also: s. [[κρούω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κροαίνω]], only in [[part]]. pres.]<br />of a [[horse]], to [[stamp]], [[strike]] with the [[hoof]], Il.
}}
}}

Revision as of 03:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροαίνω Medium diacritics: κροαίνω Low diacritics: κροαίνω Capitals: ΚΡΟΑΙΝΩ
Transliteration A: kroaínō Transliteration B: kroainō Transliteration C: kroaino Beta Code: kroai/nw

English (LSJ)

only pres. part., of a horse,

   A stamp, strike with the hoof, θείῃ πεδίοιο κροαίνων Il.6.507 (where Sch.A rejects the expl. ἐπιθυμῶν, quoting Archil.176, cf. κρυαίνω) ; κροαίνοντες πεδίοισι (v.l. -ίοιο) Opp. C.1.279: abs., Philostr.Im.1.30: metaph., luxuriate, wanton, of a rhetorician, Id.VS1.25.7; also πλήκτρῳ λιγυρὸν μέλος κ. striking, Anacreont.58.6.

German (Pape)

[Seite 1511] p. = κρούω, schlagen, stampfen; vom Rosse, θέει πεδίου κροαίνων, mit den Hufen schlagend rennt es durch die Ebene, Il. 6, 507 u. 15, 264; mit Anspielung auf diese Stellen Philostr. Sophist. 1, 25, 7, wie Opp. Cyn. 1, 279 κροαίνοντες πεδίοιο. – Μέλος κροαίνειν, ein Lied auf der Cither schlagen, spielen, Anacr. 59, 6.

Greek (Liddell-Scott)

κροαίνω: ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., ἐπὶ ἵππου, κτυπῶ διὰ τῶν ποδῶν, θέει πεδίοιο κροαίνων, «ἐπικρούων τοῖς ποσίν» (Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 507, πρβλ. Ο. 264· ὁ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ. προστίθησι, «ἢ ἐπιθυμῶν», ἀλλ᾿ ἐπιλέγει «τὸ κροαίνων οὐκ ἔστιν ἐπιθυμῶν, ὡς Ἀρχίλοχος ἐξέλαβεν, ἀλλ’ ἐπικροτῶν τοῖς ποσὶ διὰ τοῦ πεδίου»· κροαίνοντες πεδίοισιν Ὀππ. Κυν. 1. 279· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου, κροαίνειν ἐν τοῖς τῶν ὑποθέσεων χωρίοις οὐδὲν μεῖον τοῦ Ὁμηρικοῦ ἵππου Φιλόστρ. ἐν Βίῳ Σοφιστ. 1, 25, σ. 537· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κρ. τὰ κοσμικά, λακτίζειν, ἀπολακτίζειν, καταφρονεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 106· πλήκτρῳ λιγυρὸν μέλος κρ., κρούω διὰ τοῦ πλήκτρου, κιθαρῳδῶ, Ἀνακρεόντ. 62. 6.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
frapper le sol en parl. d’un cheval au galop.
Étymologie: cf. κρούω.

English (Autenrieth)

(κρούω): gallop. (Il.)

Greek Monolingual

κροαίνω (Α)
(μόνο μτχ. ενεστ.) κροαίνων, -ουσα, -αῑνον
1. (για άλογο) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο έδαφος («θείη πεδίοιο κροαίνω», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπώ τη χορδή μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. κρούω.

Greek Monotonic

κροαίνω: μόνο στη μτχ. ενεστ., λέγεται για άλογο, χτυπώ με τα πόδια, χτυπώ με την οπλή, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροαίνω [~ κρούω?] stampen, galopperen:. ὅτε τις ἵππος... θείῃ πεδίοιο κροαίνων wanneer een paard in galop over de vlakte rent Il. 6.507.

Russian (Dvoretsky)

κροαίνω: (= κρούω) бить, ударять (ἵππος πεδίοιο κροαίνων Hom.): κ. πλήκτρῳ μέλος Anacr. играть (на лире), ударяя плектром.

Frisk Etymological English

Meaning: push, stamp
See also: s. κρούω.

Middle Liddell

κροαίνω, only in part. pres.]
of a horse, to stamp, strike with the hoof, Il.