λευκόπηχυς: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λευκόπηχυς:''' εος adj. с белыми локтями: λευκοπήχεσι [[χειρῶν]] ἀκμαῖοι Eur. белыми руками. | |elrutext='''λευκόπηχυς:''' εος adj. с белыми локтями: λευκοπήχεσι [[χειρῶν]] ἀκμαῖοι Eur. белыми руками. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λευκό-πηχυς, υ,<br />gen. εως, [[white]]-[[armed]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
English (LSJ)
υ,
A white-armed, only in acc. pl. -πήχεις, E.Ph. 1351 (lyr.), and dat. pl. -πήχεσι, Id.Ba.1206.
German (Pape)
[Seite 34] weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπηχυς: υ, γεν. -εως, ἔχων λευκοὺς πήχεις ἤτοι βραχίονας, Εὐρ. Φοίν. 1351, Βάκχ. 1206.
French (Bailly abrégé)
εος (ὁ, ἡ)
aux bras blancs.
Étymologie: λευκός, πῆχυς.
Greek Monolingual
λευκόπηχυς, -υ (Α)
αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῑσι», Ευρ.).
Greek Monotonic
λευκόπηχυς: -υ, γεν. -εως, αυτός που έχει λευκούς βραχίονες, λευκά μπράτσα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λευκόπηχυς: εος adj. с белыми локтями: λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖοι Eur. белыми руками.