μελίτωμα: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελίτωμα:''' ατος (ῐ) τό медовое печенье Batr. | |elrutext='''μελίτωμα:''' ατος (ῐ) τό медовое печенье Batr. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μελίτωμα]], ατος, τό, [[μελιτόομαι]]<br />a [[honey]]-[[cake]], Batr. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A honey-cake, Batr.39, Philet. ap. Ath. 14.646d, Archig. ap. Orib.8.1.7.
German (Pape)
[Seite 125] τό, Honiggebäck, Batrach. 39; Philet. bei Ath. XIV, 646 c wird es πεπεμμένα erkl.
Greek (Liddell-Scott)
μελίτωμα: τό, πέμμα, πλακοῦς μετὰ μέλιτος, Βατραχομυομ. 39, Φιλητ. παρ’ Ἀθην. 646D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gâteau au miel.
Étymologie: μελιτόω.
Greek Monolingual
το (Α μελίτωμα) μελιτώ
νεοελλ.
(φαρμ.) σιρόπι το οποίο περιέχει μέλι
αρχ.
πίτα που περιέχει μέλι, μελόπιτα.
Greek Monotonic
μελίτωμα: -ατος, τό (μελιτόομαι), πίτα ζυμωμένη με μέλι, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
μελίτωμα: ατος (ῐ) τό медовое печенье Batr.
Middle Liddell
μελίτωμα, ατος, τό, μελιτόομαι
a honey-cake, Batr.