μακροτέρως: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μακροτέρως:''' συγκρ. επίρρ. του [[μακρός]], πέρα, [[περαιτέρω]], σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''μακροτέρως:''' συγκρ. επίρρ. του [[μακρός]], πέρα, [[περαιτέρω]], σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[comp. of [[μακρός]]<br />[[beyond]], [[further]], Plat., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:50, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv. Comp. of μακρός,
A for a longer time, Hp.Prorrh.1.117; to a greater degree, Pl.Sph.258c; at greater length, Arist.Rh.1410b18:
Greek (Liddell-Scott)
μακροτέρως: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ μακρός, περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.
French (Bailly abrégé)
v. μακρῶς.
Greek Monolingual
μακροτέρως (Α)
επίρρ.
1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο
2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό
3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.
Greek Monotonic
μακροτέρως: συγκρ. επίρρ. του μακρός, πέρα, περαιτέρω, σε Πλάτ. κ.λπ.