μήτοι: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μήτοι:''' = μή τοι (см. μή).
|elrutext='''μήτοι:''' = μή τοι (см. μή).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> μή-τοι or μή, τοι, stronger [[form]] of μή, with Imperat.and Subj., μή τοι δοκεῖτε Aesch., etc.: in an [[oath]], with inf., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> [[after]] Verbs implying [[negation]], Soph.
}}
}}

Revision as of 04:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήτοι Medium diacritics: μήτοι Low diacritics: μήτοι Capitals: ΜΗΤΟΙ
Transliteration A: mḗtoi Transliteration B: mētoi Transliteration C: mitoi Beta Code: mh/toi

English (LSJ)

or μή τοι, stronger form of μή, with imper. and subj.,

   A μή τοι δοκεῖτε A.Pr.436, cf. S.OC1407, 1439, Ant.544, etc.; in an oath, c. inf., A.Eu.765: in Pl.folld. by γε, at least not, R.352c, 388b.    2 after Verbs implying negation, ὅς σ' ἐπεῖχ' ὰεὶ μή τοι . . αἰσχύνειν φίλους S.El.518.

German (Pape)

[Seite 179] nicht doch, mit nichten, keinesweges, Hesiod. u. Folgende; nach ὁρκωμοτήσας, Aesch. Eum. 735; μή τοί με πρὸς θεῶν ἀτιμάσητε, Soph. O. C. 1409, wie Ant. 540; ἣ αὐτοὺς ἐποίει μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν, Plat. Rep. I, 352 c, vgl. III, 388 b Phil. 67 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μήτοι: ἢ μή τοι, τύπος ἰσχυρότερος τοῦ μή, μετὰ προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1407, 1438, Ἀντ. 544, κτλ.· ἐπὶ ὅρκου, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 765· παρὰ Πλάτ., ἑπομένου γε, Πολ. 352C, 382Β. 2) κατόπιν ῥημάτων δηλούντων ἄρνησιν, Σοφ. Ἠλ. 518.

French (Bailly abrégé)

v. μή in fine.

Greek Monolingual

μήτοι και μή τοι (Α)
1. ισχυρότερος τύπος του μη
2. φρ. μήτοι γε
τουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μήτοι: ή μήτοι, επιτετ. τύπος του μή, με προστ. και υποτ.,
1. μή τοι δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ.
2. μετά από ρήματα που υποδηλώνουν άρνηση, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μήτοι: = μή τοι (см. μή).

Middle Liddell


1. μή-τοι or μή, τοι, stronger form of μή, with Imperat.and Subj., μή τοι δοκεῖτε Aesch., etc.: in an oath, with inf., Aesch.
2. after Verbs implying negation, Soph.