νοόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νοόπληκτος:''' туманящий разум ([[μέθη]] Anth.). | |elrutext='''νοόπληκτος:''' туманящий разум ([[μέθη]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νοό-πληκτος, ον, [[πλήσσω]]<br />palsying the [[mind]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A palsying the mind, μέθη AP6.71 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
νοόπληκτος: -ον, ὁ τὸν νοῦν παραλύων, μέθη Ἀνθ. Π. 6. 71.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui frappe ou trouble la raison.
Étymologie: νόος, πλήσσω.
Greek Monolingual
νοόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό-πληκτος, φρενό-πληκτος].
Greek Monotonic
νοόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το μυαλό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νοόπληκτος: туманящий разум (μέθη Anth.).