νεηκής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
(5)
(1ba)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεηκής:''' -ές ([[ἀκή]]), αυτός που έχει πρόσφατα ακονιστεί ή τροχιστεί ώστε να γίνει οξύτερος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''νεηκής:''' -ές ([[ἀκή]]), αυτός που έχει πρόσφατα ακονιστεί ή τροχιστεί ώστε να γίνει οξύτερος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεηκής]], ές [ἀκη]<br />[[newly]] [[whetted]] or [[sharpened]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 04:25, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

νεηκής: -ές, (ἀκή) ὁ νεωστὶ ἀκονηθείς, Ἰλ. Ν. 391, Π. 484· Δωρ. νεᾱκής, Ἡσύχ. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Spitzn εἰς Ἰλ. Ζ. 77.

English (Autenrieth)

ές (ἀκή): freshly whetted, Il. 13.391 and Il. 16.484.

Greek Monotonic

νεηκής: -ές (ἀκή), αυτός που έχει πρόσφατα ακονιστεί ή τροχιστεί ώστε να γίνει οξύτερος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νεηκής, ές [ἀκη]
newly whetted or sharpened, Il.