ὀκρυόεις: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(2b)
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[morbid]], [[spooky]], [[ghastly]] (Z 344, I 64, A R., AP).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Arosen from <b class="b3">κρυόεις</b> through false separation of <b class="b3">ἐπιδημίοο κρυόεντος</b> (I 64) and <b class="b3">κακομηχάνοο κρυοέσ-σης</b> (Z 344); see Leumann Hom. Wörter 49 f. w. lit. The phonetically close <b class="b3">ὀκριόεις</b> may have been of influence (Ruijgh L'élém. ach. 103).
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[morbid]], [[spooky]], [[ghastly]] (Z 344, I 64, A R., AP).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Arosen from <b class="b3">κρυόεις</b> through false separation of <b class="b3">ἐπιδημίοο κρυόεντος</b> (I 64) and <b class="b3">κακομηχάνοο κρυοέσ-σης</b> (Z 344); see Leumann Hom. Wörter 49 f. w. lit. The phonetically close <b class="b3">ὀκριόεις</b> may have been of influence (Ruijgh L'élém. ach. 103).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀ-[[κρυόεις]], εσσα, εν [for [[κρυόεις]] with o_euphon] = [[κρυερός]]<br />chilling, [[horrible]], Il.
}}
}}

Revision as of 04:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκρῠόεις Medium diacritics: ὀκρυόεις Low diacritics: οκρυόεις Capitals: ΟΚΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: okryóeis Transliteration B: okryoeis Transliteration C: okryoeis Beta Code: o)kruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = κρυόεις, chilling, horrible, πολέμου . . ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Il.9.64 ; ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης (Helen loq.) 6.344 ; ὀ. φόβος A.R.2.607 ; ὀ. βᾶρις, of Charon's boat, AP7.67 (Leon.) ; ἀταρπιτὸς ὀ. Parm.(?)20 ; ὀκρυόειν ἔδαφος Eleg.Alex.Adesp. 1.7. (Freq. confused with ὀκρυόεις : ὀκρυόεις may have arisen from an early mistake in the division of words in Hom. (leg. ἐπιδημίοο κρυόεντος, κακομηχάνοο κ.) ; or ὀκ. may be cogn. with Skt. άσρυ, Lith. ašara 'tear', and the Adj. would then mean tearful.)

German (Pape)

[Seite 317] εσσα, εν (κρύος), wie κρυερός, kalt, Schauder erregend, fürchterlich; πόλεμος, Il. 9, 64; auch Helena sagt von sich ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης, 6, 344; oft bei sp. D.; φόβος, Ap. Rh. 2, 607; ὀκρυόεσσα βᾶρις, vom Nachen des Charon, Leon. Tar. 59 (VII, 67), u. so öfter von Allem, was sich auf Tod und Unterwelt bezieht; es ist übrigens oft mit ὀκριόεις verwechselt, mit dem es allerdings auch einige Aehnlichkeit in der Bedeutung hat, obgleich es nie von körperlicher Rauhheit oder Unebenheit gebraucht wird.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκρυόεις: εσσα, εν, ἀντὶ κρυόεις μετὰ εὐφων. ο, = κρυερός, «κρύος», ψυχρός, τρομερός, πολέμου ... ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Ἰλ. Ι. 64· κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Ζ. 344· οὕτως, ὀκρ. φόβος Ἀπολλ. Ρόδ. Β 607· ὀκρυόεσσα βᾶρις, ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, Ἀνθ. Π. 7. 67. (ὀκρυόεις καὶ ὀκριόεις συχνάκις συγχέονται, ἴδε Heyne εἰς Ἰλ. Τ. 4. 649). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀκρυόεν· φρικῶδες».

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
qui donne le frisson, effrayant, horrible.
Étymologie: ὀ- prosth., κρυόεις.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (κρύος): chilling, horrible, Il. 9.64 and Il. 6.344.

Greek Monolingual

ὀκρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. ψυχρός, παγερός
2. μτφ. τρομερός, φοβερός («πολέμου... ἐπιδημίου ὀκρυόεντος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. που έχει προέλθει από κακό χωρισμό τών λέξεων στη φρ. ἐπιδημίοο κρυόεντος, στίχου της Ιλ. Ο τ. πιθ. σχηματίστηκε κατ' επίδραση της ομόηχης λ. ὀκριόεις.

Greek Monotonic

ὀκρυόεις: -εσσα, -εν, αντί κρυόεις, με ευφωνικό ο, = κρυρεός, ψυχρός, παγερός, τρομακτικός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀκρυόεις: όεσσα, όεν бросающий в холод, т. е. страшный, жуткий (πόλεμος Hom.): ὀκρυόεσσα βᾶρις Anth. страшная ладья (Харона).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: morbid, spooky, ghastly (Z 344, I 64, A R., AP).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Arosen from κρυόεις through false separation of ἐπιδημίοο κρυόεντος (I 64) and κακομηχάνοο κρυοέσ-σης (Z 344); see Leumann Hom. Wörter 49 f. w. lit. The phonetically close ὀκριόεις may have been of influence (Ruijgh L'élém. ach. 103).

Middle Liddell

ὀ-κρυόεις, εσσα, εν [for κρυόεις with o_euphon] = κρυερός
chilling, horrible, Il.