ὀνήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνήτωρ:''' Δωρ. ὀνάτωρ, -ορος, ὁ, = [[ὀνήσιμος]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὀνήτωρ:''' Δωρ. ὀνάτωρ, -ορος, ὁ, = [[ὀνήσιμος]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀνήτωρ]], δοριξ ὀνάτωρ, ορος, ὁ, = [[ὀνήσιμος]], Pind.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 10 January 2019
English (LSJ)
Dor. ὀνάτωρ [ᾱ], ορος, ὁ,
A = ὀνήσιμος, beneficial, τόκος ὀνάτωρ Pi.O.10(11).9(corr. Herm. for θνατῶν), cf. Trag.Adesp.405 (cj. Bgk.), Hsch. ; name of a plaster, ὀ. εἰς ἅπαντα Androm. ap. Gal.13.840.
German (Pape)
[Seite 347] ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, ὄνησιν φέρων, Hesych. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνήτωρ: Δωρ. ὀνάτωρ, -ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, ὁ ὄνησιν φέρων, τόκος ὀνάτωρ Πινδ. Ο. 10 (11). 12 (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἀντὶ θνατῶν), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀνήτωρ και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)
1. ωφέλιμος, χρήσιμος
2. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννή-τωρ)].
Greek Monotonic
ὀνήτωρ: Δωρ. ὀνάτωρ, -ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, σε Πίνδ.