ὀρέστερος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρέστερος:''' Hom., Soph., Eur. = [[ὀρεινός]].
|elrutext='''ὀρέστερος:''' Hom., Soph., Eur. = [[ὀρεινός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρέστερος]], η, ον [poetic for [[ὀρεινός]] II, Hom., Trag.]
}}
}}

Revision as of 04:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρέστερος Medium diacritics: ὀρέστερος Low diacritics: ορέστερος Capitals: ΟΡΕΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: orésteros Transliteration B: oresteros Transliteration C: oresteros Beta Code: o)re/steros

English (LSJ)

α, ον, poet. for ὀρεινός, epith. of a snake, Il.22.93 ; of wolves and lions, Od.10.212 ;

   A ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ S.Ph.391 (lyr.); παρθένος E.Tr.551 (lyr.); ἀγρευτῆρες Opp.H.4.586. (Posit. Adj. formed from ὄρος (τό), opp. ἀγρότερος from ἀγρός.)

German (Pape)

[Seite 373] poet. = ὀρεινός (kein compar., wie Philoxen. beim E. M. es, von ὀρήεις, für ὀρηέστερος erklärt); Beiwort des Drachen, Il. 22, 93, der Wölfe u. der Löwen, Od. 10, 212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ, Soph. Phil. 391, Rhea; ὄρειος θήρ, Eur. Hec. 1058; λέων, Bacch. 1139; κάπροι, Or. 1460.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ δράκοντος, Ἰλ. Χ. 93· λύκων καὶ λεόντων, Ὀδ. Κ. 212, κλ.· ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ Σοφ. Φιλ. 391· παρθένος Εὐρ. Τρῳ. 551· ἀγρευτῆρες Ὀππ. Ἁλ. 4. 586. (Θετ. ἐπίθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὄρος (τὸ) ὡς τὸ ἀγρότερος ἐκ τοῦ ἀγρός, οὐχὶ συγκρ., ὡς νομίζουσιν οἱ γραμματικοὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 807. 12).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. ὀρεινός.

English (Autenrieth)

(ὄρος, cf. ἀγρότερος): of the mountains, mountain-, dragon, wolves, Il. 22.93, Od. 10.212.

Greek Monolingual

ὀρέστερος, -έρα, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (συν. για τους δράκοντες, τους λύκους και τους λέοντες) ορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + επίθημα -τερος (πρβλ. ἀγρότερος < ἀγρός)].

Greek Monotonic

ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. αντί ὀρεινός II, σε Όμηρ., Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρέστερος: Hom., Soph., Eur. = ὀρεινός.

Middle Liddell

ὀρέστερος, η, ον [poetic for ὀρεινός II, Hom., Trag.]