παρακλίντωρ: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρακλίντωρ:''' ορος ὁ Anth. = [[παρακλίτης]]. | |elrutext='''παρακλίντωρ:''' ορος ὁ Anth. = [[παρακλίτης]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρακλίντωρ]], ορος, ὁ, = [[παρακλίτης]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = παρακλίτης, AP9.257 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 483] ορος, ὁ, = παρακλίτης, Apollds. 11 (IX, 257).
Greek (Liddell-Scott)
παρακλίντωρ: -ορος, ὁ, = παρακλίτης, Ἀνθ. Π. 9. 257.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον άλλο, δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακλίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. σημάν-τωρ)].
Greek Monotonic
παρακλίντωρ: -ορος, ὁ = παρακλίτης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παρακλίντωρ: ορος ὁ Anth. = παρακλίτης.
Middle Liddell
παρακλίντωρ, ορος, ὁ, = παρακλίτης, Anth.]