παροιμιάζω: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παροιμιάζω [παροιμία] spreekwoordelijk maken; ook med..; ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος degene die als eerste de godheid in het spreekwoord gebruikte Plat. Lg. 818b; pass. spreekwoordelijk worden:. ὁ παροιμιαζόμενος... λόγος de spreekwoordelijke uitdrukking Plat. Phlb. 45d. med., abs. in spreekwoorden spreken:. παροιμιαζόμενοί φαμεν we gebruiken het spreekwoord Aristot. EN 1129b29. | |elnltext=παροιμιάζω [παροιμία] spreekwoordelijk maken; ook med..; ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος degene die als eerste de godheid in het spreekwoord gebruikte Plat. Lg. 818b; pass. spreekwoordelijk worden:. ὁ παροιμιαζόμενος... λόγος de spreekwoordelijke uitdrukking Plat. Phlb. 45d. med., abs. in spreekwoorden spreken:. παροιμιαζόμενοί φαμεν we gebruiken het spreekwoord Aristot. EN 1129b29. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to make [[proverbial]]:—Pass. to [[pass]] [[into]] a [[proverb]], [[become]] [[proverbial]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[speak]] in proverbs, Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:25, 10 January 2019
English (LSJ)
τὸν Σαλομῶντα π.
A cite the Proverbs of Solomon, LXX 4 Ma.18.16 :—Med., make proverbial, ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος Pl.Lg.818b :— Pass., pass into a proverb, become proverbial, ὁ -ιαζόμενος λόγος Id.Phlb.45d ; τὸ περὶ τῆς Αιβύης π. Arist. GA746b7 ; ὁ π. διὰ πικρότητα κόρχορος Thphr.HP7.7.2 ; τὸ π. as the proverb goes, Plu.2.95 of; ὥστε π. πρὸς προσποιουμένους it is proverbial of pretenders, Str. 10.4.17. II Med., speak in proverbs, Pl.Hp.Ma.301c, Arist. EN1129b29 ; οἱ παροιμιαζόμενοι people who quote proverbs, Pl. Tht. 162c.
German (Pape)
[Seite 525] zum Sprichwort machen, gew. im med. sich eines sprichwörtlichen Ausdrucks bedienen, im Sprichwort sagen, Plat. Theaet. 162 c Hipp. mai. 301 c; Arist. eth. 5, 1, 3 u. Folgde, wie Luc. Herm. 69. – Auch pass., ὁ παροιμιαζόμενος λόγος, Plat. Phil. 45 d; τὸ παροιμιαζόμενον περί τινος, das sprichwörtlich Gewordene, Arist. gen. anim. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
παροιμιάζω: ποιῶ τι παροιμιῶδες, Πλάτ. Νόμ. 818Β, ἐν τῷ μέσῳ. -Παθητ., μεταβαίνω εἰς παροιμίαν, γίνομαι παροιμιώδης, ὁ παροιμιαζόμενος λόγος ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 45D· τὸ περὶ τῆς Λιβύης π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 12· ὁ παρ. διὰ τὴν πικρότητα κόρχορος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2· τὸ π., ὡς λέγει ἠ παροιμία, Πλούτ. 2. 950F· ὥστε καὶ παροιμιάζεσθαι πρὸς τοὺς προσποιουμένους μὴ εἰδέναι ἃ ἴσασιν «ὁ Κρὴς ἀγνοεῖ τὴν θάλασσαν», ὥστε εἶναι παροιμιῶδες ἐπὶ τῶν προσποιουμένων, κλ., Στράβ. 481· τὸν Σολομῶντα π., μνημονεύειν τὰς παροιμίας τοῦ Σ., Ἰωσήπ. Μακκ. 18. 16. ΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι παροιμίαν, ὁμιλῶ ἐν παροιμίαις, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 5. 1, 15· παροιμιαζόμενοι, οἱ ἐν παροιμίαις λαλοῦντες, Πλάτ. Θεαίτ. 162C. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 367.
French (Bailly abrégé)
faire passer en proverbe ; Pass. être employé proverbialement, passer ou être passé en proverbe : τὸ παροιμιαζόμενον PLUT selon le proverbe;
Moy. παροιμιάζομαι parler par proverbes.
Étymologie: παροιμία.
Greek Monolingual
Α παροιμία
1. μέσ. παροιμιάζομαι
α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.)
β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι ἑκάστοτε παροιμιαζόμενοι», Πλάτ.)
2. παθ. είμαι ή γίνομαι παροιμιώδης, λέγομαι ως παροιμία («τὸ περί τῆς Λιβύης παροιμιαζὀμενον», Αριστοτ.)
3. φρ. α) «παροιμιάζεσθαι» — είναι παροιμιώδες, έχει γίνει παροιμία
β) «τὸ παροιμιαζομενν» — αυτό που λέγεται ως παροιμία, καθώς λοέγει η παροιμία
γ) «τὸν Σολομῶντα ἐπαροιμίαζεν» — μνημόνευε, παρέθετε, ανέφερε τις παροιμίες του Σολομώντος (ΠΔ).
Greek Monotonic
παροιμιάζω: μέλ. —σω,
I. κάνω κάτι ως παροιμία· — Παθ., γίνομαι παροιμιώδης, σε Πλατ. ΙI. Μέσ., μιλώ με ρητά ή γνωμικά, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροιμιάζω [παροιμία] spreekwoordelijk maken; ook med..; ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος degene die als eerste de godheid in het spreekwoord gebruikte Plat. Lg. 818b; pass. spreekwoordelijk worden:. ὁ παροιμιαζόμενος... λόγος de spreekwoordelijke uitdrukking Plat. Phlb. 45d. med., abs. in spreekwoorden spreken:. παροιμιαζόμενοί φαμεν we gebruiken het spreekwoord Aristot. EN 1129b29.
Middle Liddell
fut. σω
I. to make proverbial:—Pass. to pass into a proverb, become proverbial, Plat.
II. Mid. to speak in proverbs, Plat.