ποιναῖος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποιναῖος:''' -α, -ον ([[ποινή]]), [[τιμωρητικός]], [[εκδικητικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ποιναῖος:''' -α, -ον ([[ποινή]]), [[τιμωρητικός]], [[εκδικητικός]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποιναῖος]], η, ον [[ποινή]]<br />punishing, [[avenging]], Anth.
}}
}}

Revision as of 05:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιναῖος Medium diacritics: ποιναῖος Low diacritics: ποιναίος Capitals: ΠΟΙΝΑΙΟΣ
Transliteration A: poinaîos Transliteration B: poinaios Transliteration C: poinaios Beta Code: poinai=os

English (LSJ)

α, ον, (ποινή)

   A punishing, avenging, ἆορ Keil-Premerstein Erster Bericht p.9 (Troketta); σελίς AP5.253.6 (Paul. Sil.); βέλος Aristaenet.1.10; ὄργανα Lyd.Mag.3.16.

German (Pape)

[Seite 651] strafend, rächend; Sp., wie σελίς Paul. Sil. 24 (V, 254), βέλος Aristaen. 1, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ποιναῖος: -α, -ον, (ποινὴ) τιμωρός, τιμωρητικός, θεοὺς ἱκέτευε… μὴ ταῦτα χαράξαι ὅρκια ποιναίης νῶτον ὑπὲρ σελίδος Ἀνθ. Π. 5. 254 μηδὲ Ἄρτεμις ἐπὶ σοὶ ποιναῖον βέλος ἀφῇ καὶ ἀγέλῃ Ἀρισταίν. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui punit, vengeur.
Étymologie: ποινή.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ ποινή
αυτός που τιμωρεί ή εκδικείται, ο εκδικητικός.

Greek Monotonic

ποιναῖος: -α, -ον (ποινή), τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποιναῖος, η, ον ποινή
punishing, avenging, Anth.