πολύγναμπτος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(nl) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68. | |elnltext=πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-γναμπτος, ον,<br />[[much]]-[[bent]], [[much]]-twisting, Pind.: [[curling]], frizzled, [[σέλινον]] Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A much-bent, much-twisting, μυχοί Pi.O.3.27; λαβύρινθοι AP9.191; προχοαί Q.S.1.286; curly, σέλινον Theoc. 7.68.
German (Pape)
[Seite 661] viel, sehr od. auf vielerlei Art gekrümmt; μυχοί, Pind. Ol. 3, 27, von Gebirgsgegenden; λαβύρινθος, mit vielen Windungen, Ep. ad. 564 (IX, 191); πορεία, Nonn. D. 14, 373; σέλινον, kraus, Theocr. 7, 68.
Greek (Liddell-Scott)
πολύγναμπτος: -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· λαβύρινθος Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, σγουρός, σέλινον Θεόκρ. 7. 68.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;
2 recourbé, frisé en parl. de certains feuillages.
Étymologie: πολύς, γνάμπτω.
English (Slater)
πολύγναμπτος
1 meandering Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν (O. 3.27)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές
2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.)
3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω «κάμπτω»), πρβλ. ά-γναμπτος, εύ-γναμπτος].
Greek Monotonic
πολύγναμπτος: -ον, αυτός που λυγίζει πολύ, αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· σγουρός, κατσαρός, σέλινον, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύγναμπτος: 1) весьма извилистый (μυχοί Pind.; λαβύρινθος Anth.);
2) вьющийся, кудрявый (σέλινον Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.
Middle Liddell
πολύ-γναμπτος, ον,
much-bent, much-twisting, Pind.: curling, frizzled, σέλινον Theocr.