πολλαχῆ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_6)
(1ba)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολλᾰχῆ''': Ἐπίρρ., [[πολλάκις]], [[συχνάκις]], Ἡρόδ. 1. 42., 6. 21. ἀντίθετ. τῷ [[οὐδαμῆ]], Ξεν. Ἀν. 7. 3, 12. ΙΙ. κατὰ πολλοὺς τρόπους, ποικίλως, πολυτρόπως, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 468· πολλὰ πολλαχῇ Σοφ. Ο. Κ. 1626· τῇ τε [[ἄλλῃ]] π., καὶ δὴ καί... Ἡρόδ. 6. 21· πρβλ. Θουκ. 8. 87· π. [[ἄλλῃ]] Πλάτ. Θεαίτ. 179C, κτλ.· [[πολλάκις]] καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 538D.
|lstext='''πολλᾰχῆ''': Ἐπίρρ., [[πολλάκις]], [[συχνάκις]], Ἡρόδ. 1. 42., 6. 21. ἀντίθετ. τῷ [[οὐδαμῆ]], Ξεν. Ἀν. 7. 3, 12. ΙΙ. κατὰ πολλοὺς τρόπους, ποικίλως, πολυτρόπως, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 468· πολλὰ πολλαχῇ Σοφ. Ο. Κ. 1626· τῇ τε [[ἄλλῃ]] π., καὶ δὴ καί... Ἡρόδ. 6. 21· πρβλ. Θουκ. 8. 87· π. [[ἄλλῃ]] Πλάτ. Θεαίτ. 179C, κτλ.· [[πολλάκις]] καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 538D.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[many]] times, often, Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> in [[divers]] [[manners]], Hdt., Soph., etc.
}}
}}

Revision as of 05:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλᾰχῆ Medium diacritics: πολλαχῆ Low diacritics: πολλαχή Capitals: ΠΟΛΛΑΧΗ
Transliteration A: pollachē̂ Transliteration B: pollachē Transliteration C: pollachi Beta Code: pollaxh=

English (LSJ)

Adv.

   A in many places, δεδήλωται Democr.10; opp. οὐδαμῇ, X.An.7.3.12.    II in divers manners, A.Supp.468; πολλὰ π. S.OC1626; τῇ τε ἄλλῃ π. καὶ δὴ καὶ . . Hdt.6.21, cf. Th.8.87; π. καὶ ἄλλῃ Pl.Tht.179c, etc.; πολλάκις καὶ π. Id.R.538d; for many reasons, Hdt.1.42.

Greek (Liddell-Scott)

πολλᾰχῆ: Ἐπίρρ., πολλάκις, συχνάκις, Ἡρόδ. 1. 42., 6. 21. ἀντίθετ. τῷ οὐδαμῆ, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 12. ΙΙ. κατὰ πολλοὺς τρόπους, ποικίλως, πολυτρόπως, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 468· πολλὰ πολλαχῇ Σοφ. Ο. Κ. 1626· τῇ τε ἄλλῃ π., καὶ δὴ καί... Ἡρόδ. 6. 21· πρβλ. Θουκ. 8. 87· π. ἄλλῃ Πλάτ. Θεαίτ. 179C, κτλ.· πολλάκις καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 538D.

Middle Liddell


I. many times, often, Hdt., Xen.
II. in divers manners, Hdt., Soph., etc.