ἀκροποδητί: Difference between revisions
From LSJ
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πούς]]<br />on tiptoe, Luc. | |mdlsjtxt=[[πούς]]<br />on tiptoe, Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[ἀκροποδητί]] [[ἄκρος]], [[πούς]] adv., op de tenen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 10 January 2019
English (LSJ)
or ἀκρο-ῑτί [τῑ], Adv., (πούς)
A on tiptoe, Luc.Prom.1, DMar.14.3,al.
German (Pape)
[Seite 84] (unrichtig -ποδιτί), auf den Zehen, Luc. oft, z. B. βαδίζειν D. mort. 27, 5; ἑστάναι Prom. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροποδητί: ἢ -ῑτί [τῑ], ἐπίρρ. (ποὺς) ἐπὶ ἄκρων τῶν ποδῶν βαίνειν, λάθρᾳ, ἡσύχως, Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
sur la pointe du pied.
Étymologie: ἄκρος, πούς.
Spanish (DGE)
de puntillas Luc.Prom.1, DMar.14.3.
Greek Monolingual
(Α ἀκροποδητὶ και -ιτί)
στις μύτες, στα νύχια τών ποδιών, αθόρυβα, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πούς.
Greek Monotonic
ἀκροποδητί: ή -ῑτί, επίρρ. (πούς), στις μύτες, στα νύχια των ποδιών, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροποδητί: adv. на цыпочках (ἑστάναι, βαδίζειν Luc.).
Middle Liddell
πούς
on tiptoe, Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροποδητί ἄκρος, πούς adv., op de tenen.